Πέμπτη, Νοεμβρίου 19, 2015

Μια απίστευτη καταγγελία

Σχολή Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ - 2015: Αλήθεια, έτσι δίνονται τα διπλώματα;

Ανήκουστες μεθοδεύσεις!…


Ο ιστολόγος –η αφεντιά μου παναπεί– δεν διακρίνεται ιδιαίτερα εσχάτως για την επιμέλειά του περί τα ιστολογικά του, ούτως ειπείν, καθήκοντα· τουναντίον ίσως. Και τούτο παρ’ όλο τον καταιγισμό ερεθισμάτων με τον οποίο η δεινή καθημερινότητα και οι αδυσώπητες εξελίξεις μάς κατακλύζει. Δεν θα πρέπει όμως αυτή η στάση να αποδοθεί σε έκπτωση ή υποχώρηση από τις αρχές του ιστολογίου ή σε άμβλυνση του αισθήματος της αναγκαιότητας για αντίδραση, διαμαρτυρία, σχολιασμό, έστω, κ.λπ., παρά μονάχα σε υποκειμενική αδυναμία ανταπόκρισης στις προκλήσεις. Ας είναι…

Ασφαλώς, με βάση και τα παραπάνω, θα αντιλαμβάνεσθε ότι το ερέθισμα για τη σημερινή ανάρτηση θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Πράγματι! Πολύ περισσότερο που η προμετωπίδα, ο τίτλος του ιστολογίου (Ιστολόγιο του Δικαίου), αν μη τι άλλο, μαρτυρεί την ιδιαίτερη βαρύτητα που ο δημιουργός του –η αφεντιά μου, το είπαμε!– αποδίδει στην έννοια του δικαίου. Και η σημερινή ανάρτηση διαπερνιέται πρωτίστως και κατά βάθος από την αγωνία του γράφοντος για την προάσπιση των αρχών του δικαίου, κατά τη δική μου ανάγνωση, τουλάχιστον. Το κείμενο, με τίτλο «Προαγωγοί και προαγόμενοι», ανήκει στον καθηγητή της Σχολής Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ Κυριάκο Μασαβέτα, ήδη συνταξιούχο από 1ης Σεπτεμβρίου φέτος. Είναι ανοικτή επιστολή προς τους συναδέλφους του στη Σχολή, με την οποία καταγγέλλει μεθοδεύσεις πρωτοφανείς και ανήκουστες γύρω από τις εξετάσεις, την απονομή τίτλων σπουδών και την εκπαιδευτική διαδικασία γενικότερα στη Σχολή. Αλλά ας παραχωρήσω το βήμα στον Κυριάκο Μασαβέτα:

Προαγωγοί και προαγόμενοι

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Στις 13/7/15 υπέβαλα αίτηση προς τα μέλη της Γενικής Συνέλευσης της Σχολής μας, ζητώντας αφενός την ακύρωση κάποιων εξετάσεων που διενεργήθηκαν στις 20/2/15 από επιτροπή για το μάθημα: «Φυσικοχημεία Ι: Χημική Θερμοδυναμική», και αφετέρου την επανάληψή τους υπό συνθήκες διαφάνειας. Αφορά μια «περίεργη» ιστορία για την οποία –ακόμη και τώρα– ουδέποτε είχα την παραμικρή ενημέρωση παρ’ ουδενός των εμπλεκομένων. Κατά ταύτα αιτούμαι τη διερεύνησή της, τόσο για λόγους νομιμότητας (ουδόλως παραθεωρήσιμους κατά τους σχολαστικούς…), όσο και –κυρίως– για λόγους ακαδημαϊκής δεοντολογίας. Το περιεχόμενο αυτής της αίτησης αποτελεί το αντικείμενο του θέματος υπ’ αριθ. 6 της Γενικής Συνέλευσης της Σχολής μας στις 22/7/15.

Το κείμενο που ακολουθεί, ίσως κάποιοι το θεωρήσουν υπερβολικά φλύαρο, αλλά όμως αποσκοπεί σε μια κατά το δυνατόν πλήρη ρεπορταζίστικη κάλυψη του θέματος. Άλλωστε, δεν αποκλείεται να φανεί χρήσιμο για την ενημέρωση όποιου ήθελε ενδιαφερθεί περαιτέρω για το σχετικό πρόβλημα. Κατά τα λοιπά, κηδόμενος του πολύτιμου χρόνου σας, θα έλεγα ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να αρχίζατε από τα υστερόγραφα του παρόντος, οπότε και θα κρίνατε αν αξίζει τον κόπο να χασομερήσετε διαβάζοντας το υπόλοιπο κείμενο. Πάντως και αυτά ακόμη τα υστερόγραφα, ίσως θεωρηθούν και πολυάριθμα και αφορήτως πολυλογάδικα, ενώ όμως δεν είναι αδικαιολόγητα, λαμβανομένης υπόψη της ανυπαρξίας ουσιαστικού διαλόγου στη Σχολή μας για τα θέματα καθημερινότητας των αμφιθεάτρων. Δυστυχώς οι συνελεύσεις των διαφόρων οργάνων της Σχολής μας, κατά κανόνα αποτελούν ευκαιρία να κάνουν το «κομμάτι» τους κάποιοι ματαιόδοξοι φίλαρχοι και να επιβεβαιώσουν γελοιωδέστατα την αφοσίωσή τους σε αυτούς οι τζουτζέδες τους, ενώ τελικά στοχεύουν απλώς στην τυπική επικύρωση προειλημμένων αποφάσεων επί ανωδύνων ή προσοδοφόρων θεμάτων μόνο. Και είναι κρίμα που τέτοιοι φορείς συχνά με τις αποφάσεις τους επιβεβαιώνουν το αριστοφανικό: «εν αμίλλαις πονηραίς αθλιώτερος ο νικήσας».

Επανερχόμενοι λοιπόν στο ρεπορτάζ μας, έχουμε και λέμε:

Διορθώνοντας τα γραπτά των εξετάσεων της 2/7/15 στο μάθημα «Φυσικοχημεία Ι: Χημική Θερμοδυναμική», δοκίμασα μια όχι ευχάριστη έκπληξη: διαπίστωσα πως όχι λιγότεροι από δεκατέσσερις (14) φοιτητές-τριες, δεν υπήρχαν στον κατάλογο των υπόχρεων εξέτασης, μολονότι όφειλαν το μάθημα. Και αυτή μου η έκπληξη επιδεινώθηκε όταν μετά ενδιαφέρθηκα να μάθω τι συμβαίνει σχετικά. Εκεί αντιμετώπισα, από μέρους των περί ων ο λόγος φοιτητών στους οποίους απευθύνθηκα, μια δυσάρεστη αντίδραση που κλιμακωνόταν μεταξύ αποφευκτικής συμπεριφοράς και εριστικής διάθεσης. Στόματα ερμητικά κλειστά επί του θέματος. Παγερή σιωπή.

Με τα πολλά, ό,τι μπόρεσα περιπετειωδέστατα να συλλέξω, έχει ως εξής: συγκροτήθηκε μια τριμελής επιτροπή συναδέλφων, η οποία διενήργησε εξετάσεις στο μάθημα για κάποιους φοιτητές που είχαν υποβάλει ειδική αίτηση. Οι εξετάσεις αυτές έγιναν στις 20/2/15, ταυτόχρονα και παράλληλα με τις «συνήθεις» εξετάσεις στο μάθημα, όπου συμμετείχαν όλοι οι υπόλοιποι συμφοιτητές τους, οι οποίοι ή δεν είχαν το προνόμιο να γνωρίζουν το σχετικό προς τούτο «παραθυράκι» ή το γνώριζαν μεν, αλλά είχαν την αξιοπρέπεια να μην καταδεχτούν την τέτοια προσφορά του συστήματος. Σημειωτέον ότι οι τελευταίοι αυτοί ήταν πολύ περισσότεροι από τους «ενημερωμένους». Σχετικά με το πώς υποκινήθηκαν οι «ενημερωμένοι» σε αυτό τους το διάβημα, κυκλοφορούν πολλά σενάρια, το ένα πιο αποκαρδιωτικό από το άλλο, που όλα τους όμως έχουν έναν κοινό τόπο: το ότι κάποιοι νομομαθέστατοι capo-φοιτητοπατέρες τους υπέδειξαν και τους παρότρυναν να καταφύγουν σε αυτή τη μεθόδευση. Πάντως εγώ δεν πιστεύω κανένα από αυτά τα σενάρια.

Τώρα, ποιο είναι το σχετικό «παραθυράκι»; Πρόκειται για τον υπ’ αριθ. 4009 νόμο, που δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, αρ. φύλλου 195, στις 6 Σεπτεμβρίου 2011. Στο εδάφιο 10 του άρθρου του 33 αυτού του νόμου ορίζεται ότι: «Αν ο φοιτητής αποτύχει περισσότερες από τρεις φορές σε ένα μάθημα, […] εξετάζεται […], από τριμελή επιτροπή καθηγητών της σχολής […]» (το ίδιο εδάφιο λέει βέβαια και άλλα πράγματα, αλλά καλύτερα να μην τα κουβεντιάζουμε γιατί –δυστυχώς, δυστυχέστατα– δεν μας παίρνει…).

Θα έλεγα λοιπόν, χαριτολογώντας, ότι υπάρχουν άνθρωποι στη Σχολή μας, διδάσκοντές τε και διδασκόμενοι, που οι μαθηματικές τους γνώσεις φαίνεται πως δεν επαρκούν για να κατανοήσουν ότι, στο σύνολο των φυσικών αριθμών, εδώ γίνεται λόγος για ≥ 4 φορές (γιατί, μη μας πουν ότι εφάρμοσαν ένα νόμο χωρίς να τον έχουν διαβάσει!). Και υποστήριζαν ότι ο νόμος αυτός ορίζει τάχατες πως αν ο φοιτητής αποτύχει 3 φορές σε ένα μάθημα, τότε μπορεί να ζητήσει εξέταση από επιτροπή.

Έτσι, σε ένα ποσοστό –σίγουρα μεγαλύτερο του 40%– οι εξετασθέντες από την επιτροπή, δεν είχαν καν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν αυτό το «παραθυράκι», δοθέντος ότι είχαν αποτύχει τρεις φορές, και όχι τουλάχιστον τέσσερις φορές όπως επιτάσσει ο σχετικός νόμος.

Πάντως, η παρατυπία αυτών των εξετάσεων από επιτροπή, δεν σταματά εδώ. Αν στέρξουν οι συνθήκες και γίνει διάλογος, έπεται και συνέχεια επ’ αυτού. Οπότε, αν έχουν έτσι τα καθέκαστα, θα έλεγα –ξανά χαριτολογώντας– ότι οι εμπλακέντες σε αυτή την ιστορία συνάδελφοι, «πιάστηκαν και πάλι στον ύπνο» σχετικά με κάποια στοιχεία που διέπουν το εκπαιδευτικό λειτούργημα που επιτελούν.

Προτίμησα να χαριτολογώ, παρά να σοβαρολογώ, σε κάποιους χαρακτηρισμούς περί τα διακριτικά που κοσμούν αυτό το ακατανόητο για κάποιους εγχείρημα. Γιατί σκεφτείτε τι θα σήμαινε το να ήταν όντως ενήμεροι –μια και διδάσκουν στη Σχολή μας– όλων αυτών των ρυθμιστικών τυπικοτήτων οι αγαπητοί συνάδελφοι και παρά ταύτα εσκεμμένα να τις παραβίασαν… Εγώ τουλάχιστον δεν πρόκειται ποτέ να δεχτώ ότι έγινε κάτι τέτοιο.

Αλλά το όλο πρόβλημα δεν είναι τα τυπικά και τα νομικίστικα τερτίπια τέτοιων μεθοδεύσεων. Αυτά κατά τη γνώμη μου αφορούν χαρτοπόντικες και όχι ελευθερόφρονες ανθρώπους. Προσωπικά εξ ιδιοσυγκρασίας αποστρέφομαι τις συζητήσεις σε τέτοιους όρους, θεωρώντας τες ότι αποτελούν το τελευταίο καταφύγιο ηθικώς ελλιποβαρών παραπτωματιών. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με το ότι το καρκινικό ΝΟΜΙΜΟΝ δεν είναι αντικατηγορούμενο, όχι βέβαια του ΗΘΙΚΟΝ, αλλά ούτε καν του ΛΟΓΙΚΟΝ. Γιατί ποια «Λογική» μπορεί να βρίσκεται πίσω από μια διάταξη που επιτρέπει στον οποιονδήποτε φοιτητή, να απαλλαγεί από οποιονδήποτε καθηγητή που δεν του χαρίζεται, απλώς και μόνο με το που θα προσέλθει σε τέσσερις εξετάσεις και θα παραδώσει λευκές κόλλες και στις τέσσερίς τους; Ναι, συμφωνούμε απολύτως ότι πρέπει να παρέχονται τέτοια –και ακόμη πιο πολλά, και πιο προωθημένα– δικαιώματα στους φοιτητές, αλλά όμως όχι εντελώς απροϋπόθετα, ούτε και χωρίς τη δυνατότητα του καθηγητή να υπερασπιστεί τις θέσεις του. Λ.χ. από τη μια θα έπρεπε να τίθεται η προϋπόθεση ότι ο φοιτητής –προκειμένου να κάνει χρήση του δικαιώματος εξέτασης από επιτροπή– να έχει να επικαλείται ότι είχε μέση επίδοση στις τέσσερις εξετάσεις που απέτυχε έστω το 2 ή, εν πάση περιπτώσει, κάποιο βαθμό που θα πιστοποιεί πως κάπως προσπάθησε. Και από την άλλη να διασφαλίζεται ότι η επιτροπή θα εκτελέσει την αποστολή της με διαφάνεια. Διαφορετικά, με τον φοιτητή να έχει μόνον δικαιώματα και την επιτροπή να είναι στο απυρόβλητο, ο καθηγητής –και κατ’ επέκταση όλη η εκπαιδευτική διαδικασία– ακυρώνεται κρίμασιν μιας απαράδεκτης ασυμμετρίας που τον αφήνει ανυπεράσπιστο στις οποιεσδήποτε ορέξεις.

Να ληφθεί υπόψη ότι στην προκειμένη περίπτωση των εξετάσεων από επιτροπή στις 20/2/15, έχουμε να κάνουμε με όχι λιγότερους από 14 φοιτητές, που:

  1. όλοι τους είναι… βετερανοβετεράνοι (διατελούντες στο 6ο έτος οι «νεαρότεροι» εξ αυτών, ενώ το μάθημα είναι τού 1ου έτους),
  2. όλοι τους έχουν μέση επίδοση στο φερώνυμο μάθημα ισχυρώς μικρότερη της μονάδας (≪ 1),
  3. και πάλι όλοι τους, ω του παιδαγωγικού θαύματος, με κάποια μεθόδευση–βουντού και διαδικασία express, πέρασαν στις 20/2/15 μια κι έξω ένα μάθημα στο οποίο επί 6 ή/και περισσότερα χρόνια δεν είχαν σταυρώσει βαθμό που να μην ντρέπονται να τον ξεστομίσουν (όταν σε όλες ανεξαιρέτως τις εξεταστικές αυτού του μαθήματος υπήρχαν πάντοτε και δεκάρια…).

Οίκοθεν νοείται ότι όλα τα γραπτά, όλων των εξετάσεων στις οποίες κατά καιρούς έλαβαν μέρος όλοι αυτοί οι φοιτητές, υπάρχουν (γιατί ποτέ μου δεν έχω πετάξει κανένα γραπτό, όσες δεκαετίες και αν έχουν περάσει) και είναι ανά πάσα στιγμή στη διάθεση παντός ενδιαφερομένου. Θεωρώ ότι κάτι τέτοιο πρέπει να ισχύει και για τα γραπτά αυτών των εξετάσεων από επιτροπή…

Αφού τονίσω εμφαντικά ότι προσωπικά ποτέ, και υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα, δεν θα (κατα)δεχόμουν να συμμετάσχω σε μια τέτοια επιχείρηση (δήλωση περιττή βέβαια, γιατί πιστεύω ότι για τον καθένα μας ισχύει ότι το τι είναι «φαίνεται με το “χαίρετε”»), θα ήθελα να θέσω κάποια ερωτήματα στους εμπλεκομένους σε αυτή την ιστορία, όπως λ.χ. τα εξής:

  1. Μπορούν να αντικρίσουν κατάματα εκείνους τους –πολύ περισσό-τερους φοιτητές– που ήταν στην ίδια κατηγορία με τους 14 «ξύ-πνιους», αλλά αυτοί «κορόιδα» όντες ή δεν ενημερώθηκαν για το «κόλπο» ή μολονότι το πληροφορήθηκαν (διαδρομίστικα βέβαια, γιατί το παράπονό τους είναι ότι επισήμως δεν διέρρευσε τίποτα), δεν καταδέχθηκαν να το αξιοποιήσουν;
  2. Ποιο είναι το βιωματικό παράδειγμα ήθους που προσφέρεται στους φοιτητές από τέτοιες πισώπλατες μεθοδεύσεις;
  3. Γιατί υπήρξε τέτοια μυστικοπάθεια περί αυτό το μπαμπέσικο εγχείρημα;
  4. Γιατί δεν ενημερώθηκε –ποτέ και από κανέναν– ο καθηγητής που έκανε το μάθημα;
  5. Γιατί κρατήθηκε τόσον καιρό επιμελέστατα ως επτασφράγιστο μυστικό και τελικά όταν αποκαλύφθηκε από τον καθηγητή ότι αυτή η αηδία μποχάρει (σ.σ.: ετυμολογούμενο εκ του: μπόχα) εμετικά, τότε κάποιοι αντέδρασαν όπως αντέδρασαν;
  6. Γιατί η επιτροπή δεν είχε την ευαισθησία να κάνει με διαφάνεια τις εξετάσεις;
  7. Ποια είναι η συνταγή επιτυχίας στην εξέταση της 20/2/15 από επιτροπή, των 14 (βετερανοβετεράνων, μέσης επίδοσης ≪1, που δεν είχαν σταυρώσει βαθμό που να μη ντρέπονται να τον εκστομίσουν, κ.λπ., κ.λπ.) φοιτητών; Έτσι για να την μάθουν και κάποιοι αδαείς καθηγητές, που καταθέτουν αγώνα και αγωνία για να ξεστραβώσουν κόσμο και καταθλίβονται από την προκλητική αδιαφορία κάποιων «ξύπνιων» φοιτητών που θεωρούν εαυτούς ότι δεν είναι μια από τα ίδια με το πόπολο.
  8. Μήπως μια από τις αναγνώσεις των βαθμών τής επιτροπής λέει ότι ο καθηγητής δεν μπόρεσε να καταλάβει με τίνος διαμετρήματος φοιτηταράδες είχε να κάνει στα 6 (και βάλε…) χρόνια που τους είχε φορτωμένους στο μάθημά του, και όπου το μόνο που αυτοί έκαναν με τις επιδόσεις τους ήταν να συντελούν στη διαμόρφωση μακάβριων στατιστικών αποτυχίας; Ενώ μια φωτισμένη επιτροπή μπόρεσε με την πρώτη κιόλας εξέταση –έτσι, μια κι έξω– να διαγνώσει ότι έχει να κάνει με αδικημένα ταλέντα και έσπευσε να αποκαταστήσει την ευθυκρισία;

Ασφαλώς τούτα δεν είναι τα μόνα ερωτήματα που εγείρονται περί αυτά τα ανεκδιήγητα συμβάντα. Πάντως αρκούν τουλάχιστον για να εξηγήσουν, γιατί η φοιτητική αργκό εμπλουτίστηκε κατόπιν αυτού του ηθικοπλαστικού τραλαλά, με τη φράση «ομαδικά στησίματα» (κατά το διαβόητο «ομαδικά κοψίματα»). Γιατί κατά τα λοιπά, σκέφτεται κανείς ότι ίσως δεν έχει νόημα να υποβάλλει τέτοια ερωτήματα σε συναδέλφους που, όντας θεσμικά υπεύθυνοι αυτής της απίθανης ιστορίας, έφτασαν μέχρι και του σημείου να πουν στον υποφαινόμενο ότι δεν τον ενημέρωσαν επί του θέματος γιατί δεν ήταν… υποχρεωμένοι (!) από πουθενά να κάνουν κάτι τέτοιο (sic!). Προφανώς αυτοί απέχουν παρασάγγας από εκείνους που ενστερνίζονται το αριστοτελικό εκείνο για «το ανεπιτάκτως ποιείν α τινές διά τον από των νόμων φόβον ποιούσι». Και το συζητούμενο ατόπημά τους –απότοκο αυταρχισμού– είναι διαρκές και όχι στιγμιαίο.

Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι οι συντελεστές αυτής της θλιβερής ενέργειας, εν προκειμένω πλανήθηκαν εκ παραδρομής και ότι διαθέτουν κάτι από εκείνο που λέγεται λεβεντιά στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, ώστε νηφάλια να κάνουν την αυτοκριτική τους και ευθαρσώς να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Γιατί κατά τον Πλάτωνα: «πάσα τε επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται» (“Μενέξενος”, 347a).

Τελικά, ελπίζω να έκανα σαφές ότι το όλο θέμα κατ’ εμέ δεν αφορά –καθόλου, μα καθόλου– τους νόμους (και τους… υπονόμους!), αλλά το ήθος και μόνον αυτό.

Και πάλι φίλοι,

Κυριάκος Μασαβέτας

Υ.Γ.1 Η φοιτητολειχία και ο βοναπαρτισμός επάγουν μεθοδεύσεις, εν κρυπτώ και παραβύστω, τύπου ποδοσφαιρικής παράγκας (εν προκειμένω: αδιαφάνεια με ενδεχομένως στημένες εξετάσεις, θέματα σικέ και βαθμολογία αβαβά) στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Έτσι όμως ο «επιστήμων» υποβιβάζεται πολλές κατηγορίες ήθους. Και, επιτέλους, δεν μπορεί ο πάσα κατά ηλικιακή παρέκκλιση σπουδαρχίδης [Αριστοφάνης: «Αχαρνής», 595] να επιδίδεται ασύδοτος σε βάναυση κακοποίηση της ακαδημαϊκής δεοντολογίας.

Υ.Γ.2 Το «ασήμαντο» περιστατικό –με το τεράστιο όμως ηθικό βάρος του– των εξετάσεων της 20/2/15 στο οποίο αναφερθήκαμε, ασφαλώς και δεν είναι το πιο εντυπωσιακό των πρόσφατων, μόνον, ατοπημάτων σε βάρος της εκπαιδευτικής διαδικασίας στη Σχολή μας. Εδώ λ.χ. φτάσαμε να ζήσουμε απαράδεκτες καταστάσεις παρεμβάσεων στην εκπαιδευτική διαδικασία, ακόμη και σε θέματα του «τί θα διδάξει, ποιος», με κίνητρα βολέματος ημετέρων και προσπάθειες επιβολής όχι των άριστων, αλλά των αρεστών λύσεων (κατ’ επιταγήν ενδεχο-μένως της δημοκρατικότατης αρχής: «γιατί έτσι μου γουστάρει!»).

Κεντρικό θέατρο τέτοιων επιχειρήσεων ήταν, και παραμένει, το θέμα του πώς θα κατανεμηθούν τα μαθήματα που δίδασκαν απερχόμενοι καθηγητές. Όπου ενίοτε εξυφάνθηκαν παρασκηνιακές μεθοδεύσεις, που –γλαφυρότητος ένεκεν– θα λέγαμε ότι δεν απείχαν από τις ανεκδοτολογικές εκείνες, κατά τις οποίες αποχωρούντος του καθηγητή Καρδιοχειρουργικής (όρος γένους) επιδιώχθηκε να τον διαδεχθεί η καθηγήτρια… Υγιεινής των Οικόσιτων Τετραπόδων (όρος είδους αυτός)! Και όταν επισημάνθηκε το άστοχο μιας τέτοιου τύπου επιλογής, ακούστηκε και το αφοπλιστικό εν τη αφελεία του εκείνο περί του ότι τάχατες κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει στο πλαίσιο κυκλικής εναλλαγής των διδασκόντων. Όμως, κυκλική εναλλαγή σε γνωσιακά αντικείμενα «εν ου παικτοίς», δεν νοείται. Και όπου είναι συγγνωστή, οπωσδήποτε δεν είναι για τον οποιονδήποτε. «Ου πα-ντός […] ες Κόρινθον εσθ’ ο πλους». Άλλο πράγμα είναι η κονσόλα του Play Station, και άλλο ο πίνακας του αμφιθεάτρου.

Το ιδεολόγημα περί κυκλικής εναλλαγής διδασκόντων και η κατά περίπτωση επιλεκτική ή/και στρεβλή χρήση κανονιστικών αρχών, είναι ατυχέστατες επιλογές εκπαιδευτικής πρακτικής, για τις οποίες παραφράζοντας την αποστροφή τού Λορέντζου Μαβίλη:

«Με γενικές απόλυτες και ισόκωλα
αντίς να πάμε ομπρός, πάμε πισώκωλα»

(από το σονέτο του “Περί στεφάνου”, στ. 13-14),

θα λέγαμε εν προκειμένω:

«Με κυκλικές εναλλαγές και επιλεκτικά πρωτόκολλα
αντί να πάμε εμπρός, πηγαίνουμε πισώκωλα».

Υ.Γ.3 Τέτοιες μικροπρεπείς φαιδρότητες –που μας επιδαψίλευσαν διαχρονικά κάποια από τα κατά καιρούς ιερατεία της Σχολής μας και οι αυλικοί τους– απλώς επιβεβαιώνουν την ορθότητα του συνθήματος:

«Σχολή μοντέλο, την κάνατε… μπούρδες!».

Όπου –προσοχή!– η τελευταία λέξη αυτής της εντός εισαγωγικών φράσης, δεν ομοιοκαταληκτεί με τη δεύτερή της, όπως ίσως συνειρμικά να σκέφτηκε κανείς παρασυρμένος από το ομόλογο χουλιγκανικό χορικό της κερκίδας των γηπέδων, που άδουν αγανακτησιάρικα για τις ποδοσφαιρικές ομάδες οι οπαδοί τους.

Υ.Γ.4 Το περί ου ο λόγος θέμα θα συζητηθεί στη Γενική Συνέλευση της Σχολής μας, στην αίθουσα «Νικολάου Γ. Κουμούτσου»· μια αίθουσα που καταγράφηκε στην ψυχή μου ως «ψυχών κρεματόριο». Και αυτό, εξ αιτίας τόσων και τόσων σφαγιασμών σε κρίσεις προσλήψεων ή υπηρεσιακών εξελίξεων συναδέλφων, κ.λπ., που έλαβαν χώρα σε αυτή από αδίστακτους κυνηγούς κεφαλών. Των οποίων το γνωσιοθεωρητικό ανάστημα ήταν αντιστρόφως ανάλογο της μούρης που πούλαγαν απολαμβάνοντας –βέβαια– «εκλεκτορικής ασυλίας».

Μιλάμε για κάτι σαλταρισμένα αμβλυψώνια, από αυτά που μόνιμα ακατασχέτως παρλαπιπάρουν σε τέτοιες διαδικασίες, και των οποίων ο επιστημονικός νανισμός ενέπνευσε την αποστροφή:

«Όταν θα παίξει ο Πάγκαλος
εξτρέμ στη Μπαρτσελόνα,
τότε θα μάθει γράμματα
η Αλντούρω η χλεμπόνα»

(αλντούρω, σε μια εκδοχή θεσσαλικής ντοπιολαλιάς, σημαίνει: γυναίκα κακότροπη, ζαβολιάρα. Εν προκειμένω ο όρος εισάγεται ως συνεκδοχικό στερεότυπο του είδους «παλιοποιότητα» στο χώρο των πανεπιστημιακών).

Και για να επανέλθουμε στα καθ’ ημάς: μπορείτε να φανταστείτε τη δεινή θέση του συναδέλφου, που –ανυπεράσπιστος πανταχόθεν– ήθελε εκτεθεί σε αυτή την αίθουσα στα ένστικτα μιας Αλντούρως νομίμως μετεχούσης, σε μια νόμιμη επιτροπή, για μια νόμιμη επανεξέταση (όλα αυτά νόμιμα∙ ηθικά όμως;) ενός μαθήματός του;

Υ.Γ.5 Άσχετο-σχετικό: Το απόγευμα της 6/10/14 είχα την τελευταία μου συμμετοχή σε «πασαρέλα» (≡ παρουσίαση κατ’ εκλογήν υποχρεωτικών μαθημάτων). Κάποιοι μάλιστα την ανέβασαν –χωρίς βέβαια να με ρωτήσουν· αν με ρωτούσαν δεν θα το δεχόμουν– στο Διαδίκτυο. Όπου και υπάρχει ακόμη, πλην όμως όχι ατόφια –γιατί άραγε;– αλλά «πειραγμένη»: την έχουν σπάσει σε δυο κομμάτια και έχουν αφαιρέσει το συμπλήρωμά τους ως προς το σύνολο.

Κατ’ αυτήν, λοιπόν, διατύπωσα κάποιες προτάσεις, για τις οποίες ουδεμία εισέτι απάντηση έλαβα. Άλλωστε το ίδιο ακριβώς έγινε και σε όλες τις άλλες πασαρέλες που έχω συμμετάσχει, αξιοποιώντας τες κάθε φορά για να καταθέσω τις απόψεις μου σχετικά με τέτοια εκπαιδευτικά δρώμενα. Αλλά και γενικότερα έτσι αντιμετωπίστηκαν πάντοτε, ομόλογες προτάσεις για τη διδασκαλία στη Σχολή μας, που κατά καιρούς έγιναν από ανθρώπους που δεν μπορεί κανείς να τους αρνηθεί ότι –ποδοσφαιρικώς ειπείν– την μάτωσαν την φανέλα στους πίνακες των αμφιθεάτρων, και όχι απλώς την μούσκεψαν.

Αναφέρομαι σε καθέκαστα, που διαχρονικά –42 χρόνια τώρα– εδραίωσαν και αυτά την πεποίθησή μου ότι τελικά το ρήμα «διδάσκω» έχει κάποια στοιχεία ανωμαλίας: ενώ το πρώτο ενικό πρόσωπο του Ενεστώτα της Οριστικής είναι «εγώ διδάσκω», το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο του ίδιου χρόνου και της ίδιας έγκλισης είναι «αυτοί… κονομάνε» (και όχι κατ’ ανάγκην σε χρήμα μόνον…).

Κ.Μ.

Από τα παραπάνω καταγγελλόμενα, τα όντως απίστευτα, προέκυψε —αβίαστα μεν οδυνηρά δε— ο τίτλος της σημερινής ιστογραφής, υπό μορφή αμείλικτου ερωτήματος, περιεκτικού του πλήθους ερωτημάτων που γεννιούνται από την εξιστόρηση των πτυχών της προκείμενης υπόθεσης· ερωτημάτων, τα πλείστα των οποίων, πλην φοβούμαι πως όχι όλα, ευστόχως διατυπώνονται στο κείμενο της καταγγελίας. Οι αρμόδιοι καλούνται να απαντήσουν ή, εν πάση περιπτώσει, να τοποθετηθούν. Άλλως παραμένουν έκθετοι —και δυστυχώς μαζί με αυτούς εκτίθεται και η Σχολή Χημικών Μηχανικών και το ίδιο το ΕΜΠ, αλλά και η αξιοπιστία της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο Ίδρυμα. Ας αναμείνουμε λοιπόν…

Το κείμενο της καταγγελίας το βρήκα στον ιστότοπο:
vlahatasamis.gr