Κυριακή, Ιανουαρίου 03, 2010

Καλή χρονιά για τους εργαζόμενους, κακή για τους κεφαλαιοκράτες!


Αγαπητοί μου, επιτρέψτε μου να αρχίσω έτσι την καινούργια χρονιά, όπως πρέπει· χωρίς τις ευπρεπείς στρογγυλεύσεις των σαλονιών αλλά, αντίθετα, με τις επιθετικές αιχμές των μαχητών. Τούτη, λοιπόν, την ευχή επιθυμώ να σας δώσω και να τη δω να πραγματοποιείται: Αυτή η χρονιά να είναι καλή για μας τους εργαζόμενους, (οπότε και) κακή για τους κεφαλαιοκράτες. Να έχουμε, κατά σειρά σπουδαιότητας, δικαιοσύνη, ευτυχία, υγεία, ευημερία. (Τώρα, αν επιθυμείτε τη σειρά κάπως διαφορετική, δεν θα σας χαλάσω το χατίρι. Εξάλλου εύχομαι να έχουμε και τα τέσσερα αυτά αγαθά, οπότε…). Βέβαια, με τις ευχές μόνο, δεν γίνεται τίποτα, ε; Γι' αυτό, καλή δύναμη για αγώνες!

Και για να σας ανταμείψω, κατά κάποιο τρόπο, για την τιμή που μου κάνετε να διαβάζετε τις ιστογραφές μου, σας χαρίζω τα κάλαντα που έψαλε πριν από 100 ακριβώς χρόνια, στις 2 Ιανουαρίου 1910, ο Κ. Γ. Μακρίδης, ο αυτοαποκαλούμενος Μεφιστοφελής, από το «ΕΜΠΡΟΣ», την εβδομαδιαία εφημερίδα «πολιτικής και φιλολογικής σάτυρας»(sic) της Κωνσταντινούπολης, που εξέδιδε ο ίδιος.



Μεταφέρω εδώ το πλήρες κείμενο των καλάντων, διατηρώντας βέβαια την ορθογραφία του, εκτός από τους τόνους και τα πνεύματα:

Ψάλλω κάλανδα κι εγώ
κι υπουργούς μοιρολογώ.

Άης Βασίλης έρχεται από την Καισαρείαν
βαστάει χάττι χουμαγιούν[1] καινούργιου σαντραζάμη[2],
ευρίσκει το Ντοβλέτι μας μ' αλλαξοβεζυρείαν
και απορεί κι εξίσταται τι διάβολο να κάμη.

Άης Βασίλης έρχεται και τα παπούτσια δίνει
σε μερικούς των υπουργών που έχουνε παχύνει
κι ανοίγει τόπο νάρθουνε λιμώττοντες καμπόσοι
με νέους φόρους τον λαό καθείς να χαρατσώση.

Άης Βασίλης έρχεται από την Καισαρείαν
βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι,
τραβά στην Πύλη την Ψηλή, μπαίνει στην Βεζυρείαν
και διατάσσει τον Χιλμή[3] τον μπόγο του να πάρη,
να μας αδειάσει την γωνιά προστάζει και ορίζει
και τέτοια λόγια μυστικά 'ς τ' αυτί του ψιθυρίζει:

«Χιλμή μου περινούστατε, Χιλμή μου πεπτωκότα,
φύγε, μη χάνεις άδικα σε κόπους τον ιδρώτα,
γιατί μ' αυτήν την κάθαρσιν του κάθε υπουργείου
θαρρώ πως μας περίσσεψες την κόπρον του Αυγείου.

»Φύγε, ζεβζέκη, απ' εδώ και τράβα στο Παρίσι,
να πας και στην Γκραντ-Όπερα να δης της μπαλλαρίνες
των ζητημάτων των πολλών να βρης μ' αυτές την λύσι
κι από μπελάδες να σωθείς κι απ' της Βουλής τις γρίνες.

»Πάνε να ξεμουδιάσουνε λιγάκι τα κανιά σου,
γύρνα σε πόλεις κι άστεα ως που να βαρεθής,
ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρας στα πανιά σου
και στο ταξείδι πρόσεχε να μη συναχωθής.

»Γύρισε πόλεις κι άστεα και μάθε νόας κι άλλων
Ιγγλέζων τε και Γάλλων,
πάνε να δης τ' αληθινά Συντάγματα πώς είναι
και τα τακλήτια[4] φτύνε.

»Πάνε να δης της Λευθεριάς τα λίκνα, τας κοιτίδας,
κι όσα Χιλμή ουκ οίδας,
πάνε να δης Αυστριακούς άρχειν λαών παντοίων
άνευ στρατοδικείων.

»Πάνε να δης τουρλού τουρλού λαούς να συμβιώσι
εν θαυμαστή συμπνοία,
χωρίς ν' αλληλοτρώγωνται και ν' αλληλοκτονώσι
ως εν Μακεδονία.

»Πάνε να δης αληθινάς προόδους και ενώσεις
χωρίς να κατεργάζωνται εθνών εξουδενώσεις
πάνε, Χιλμή, να διδαχθής του άρχειν τρόπους άλλους
μη προξενούντας ταραχάς, μη προκαλούντας σάλους.

»Πάνε, Βεζύρη έκπτωτε, τους Τσέχους να θαυμάσεις
να δης τι βλέψεις έχουνε και το νιονιό να χάσης,
πάνε να δης απέναντι τών Γερμανών πώς είναι
χωρίς γι' αυτό να λέγονται προδόται και χαΐναι[5]».

»Λαούς με βλέψεις εθνικάς, Χιλμή, δεν σφίγγει
αλλ' ελευθέρως όταν θεν μπορούν να τας θωπεύουν,
πλην βγάζουν εργαζόμενοι κι από την μυίγα ξύγκι
κι αρμονικώς όλοι μαζύ για το Ντοβλέτ δουλεύουν.

»Κι όταν ταύτα δης και μάθης
κι έξεις άλλας απομάθης
ίσως τότε ημπορέση
το νιονιό σου να χωρέση
πώς μπορεί κι εδώ να ζήσουν πάσης φύσεως λαοί
χωριστά ο εις του άλλου κι ενωμένοι εσαεί.

»Κι όταν έλθης πάλι πίσω
απ' τα ξένα μια φορά
πρώτος θα βροντοφωνήσω
μ' ανεκλάλητο χαρά:
Να ανήρ, παιδιά, που πρέπει άλλη μια να βεζυρεύση
και λαούς να συνενώση δίχως να τους συγχωνεύση».

Θαυμάστε: «χωριστά ο εις [λαός] του άλλου κι ενωμένοι εσαεί» και «λαούς να συνενώση δίχως να τους συγχωνεύση»! Τι υπέροχα μηνύματα! Και ποια θλιβερή τροπή πήραν τα πράγματα στα επόμενα χρόνια…

— — — — — — — — — — — — — — — — — — — —

[1]χάτι χουμαγιούν: Κατά λέξη σημαίνει «σουλτανικό (αυτοκρατορικό) διάταγμα». Φαίνεται ότι εδώ μ' αυτήν την έννοια λέγεται. Ωστόσο, ως «Χάτι Χουμαγιούν» (με πεζοκεφαλαία) έχει μείνει στην Ιστορία το μεταρρυθμιστικό διάταγμα του 1856, το οποίο καθιέρωνε την ισονομία των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

[2]σαντραζάμης: ο μεγάλος βεζύρης, δηλ. ο πρωθυπουργός.

[3]Χουσεΐν Χιλμί (Hüseyin Hilmi), ο αποκαλούμενος Χιλμής από τους σύγχρονούς του Έλληνες: Γεννήθηκε το 1855 στη Μυτιλήνη από Έλληνες γονείς, οι οποίοι είχαν ασπασθεί τον Ισλαμισμό. Ξεκίνησε την καριέρα του ως υπάλληλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χάρη στην ευρεία μόρφωσή του και τη γλωσσομάθειά του αναρριχήθηκε γρήγορα στις ανώτερες βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας. Διατέλεσε διοικητής των Αδάνων το 1897 και της Υεμένης το 1902. Την ίδια χρονιά, το 1902, ανέλαβε γενικός επιθεωρητής των εδαφών της Μακεδονίας, δηλαδή των βιλαετίων της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και του Κοσσυφοπεδίου. Στη θέση αυτή υπηρέτησε έως το 1908. Το 1904 διενήργησε τη γνωστή και πολυσυζητημένη επίσημη απογραφή του πληθυσμού της Μακεδονίας. Στη συνέχεια, έως τις αρχές του 1909 κατείχε το αξίωμα του υπουργού Εσωτερικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τις 14 Φεβρουαρίου 1909 μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου 1909 (με μια διακοπή από 13 Απριλίου 1909 μέχρι 5 Μαΐου 1909) διατέλεσε μέγας βεζύρης (πρωθυπουργός) της Αυτοκρατορίας. Τον Οκτώβριο του 1912 διορίστηκε πρεσβευτής στη Βιέννη (Αυστροουγγαρία), θέση που διατήρησε μέχρι το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, το 1918. Παρέμεινε στη Βιέννη λόγω προβλημάτων υγείας μέχρι τον θάνατό του, το 1922. Υπήρξε συνιδρυτής και ηγέτης της Ερυθράς Ημισελήνου.

[4]τακλήτια: (τουρκ. taklit) απομιμήσεις.

[5]χαΐνης: Από το τουρκικό hain, που σημαίνει «προδότης». Με αυτή τη σημασία εδώ. Βέβαια η λέξη έχει περάσει στα ελληνικά, με διαφορετική όμως σημασία.