Σάββατο, Μαΐου 05, 2007

Α ΔΕΝ ΔΕΙ

Ἃ δὲν δεῖ, ο τίτλος. Που σημαίνει νεοελληνιστί: αυτά που δεν πρέπει. Αν όμως γράψει ή πει κανείς «ἃ δὲ δεῖ», αυτό σημαίνει «αυτά (δε) που πρέπει», δηλαδή το αντίθετο του «ἃ δὲν δεῖ». Ένα μονάχα γραμματάκι, ένα «ν», κάνει όλη τη διαφορά, τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο. Αν, τώρα, ακούσετε να μιλάνε για το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των δημοσίων υπαλλήλων, τη συνομοσπονδία τους, και μάλιστα αν γίνεται λόγος για τη δράση της τριτοβάθμιας αυτής οργάνωσης, τη συμμετοχή και τη συμβολή της στις διεκδικήσεις των εργαζομένων στο Δημόσιο, στην προάσπιση των δικαιωμάτων τους και σ' άλλα παρόμοια, τότε αναφέρεται, ως είναι φυσικό, κατ' επανάληψη το όνομα αυτής της οργάνωσης: ΑΔΕΔΥ και πάλι ΑΔΕΔΥ και ξανά μανά ΑΔΕΔΥ. «Η ΑΔΕΔΥ διατρανώνει μπουρ μπουρ μπουρ…», «Η ΑΔΕΔΥ ανυποχώρητη μπουρ μπουρ μπουρ, κάθετα αντίθετη μπουρ μπουρ, αγωνιστικά μπουρ μπουρ» και άλλα ηχηρά άχυρα. Ε, λοιπόν, αυτό το «ΑΔΕΔΥ», που ηχητικά είναι το ίδιο με το «ἃ δὲ δεῖ», εμένα —που μου έχει γίνει κάτι σαν βίτσιο το παιχνίδι με τις λέξεις— με ενοχλεί αφάνταστα! Ο λόγος είναι μάλλον προφανής για όσους εργαζόμενους παρακολουθούν κατά κάποιο τρόπο τις δραστηριότητες της συνομοσπονδίας· είναι η αναντιστοιχία τής εν γένει στάσης της ΑΔΕΔΥ απέναντι στα προβλήματα και τις διεκδικήσεις των δημοσίων υπαλλήλων, αφενός, και του περιεχομένου της ταυτόσημης ακουστικά με το όνομα της οργάνωσης φράσης «ἃ δὲ δεῖ», αφετέρου. Έτσι, άθελά μου, αυτόματα δηλαδή, όταν ακούω «ΑΔΕΔΥ», εγώ προσθέτω το «ν» που λείπει μετά το «ε» κι έτσι έχω το σωστό «ἃ δὲν δεῖ» σε πλήρη αντιστοιχία με την εικόνα που έχω για την ΑΔΕ(Ν)ΔΥ.

Ο σκοπός αυτής της ιστογραφής μου όμως δεν είναι να ασχοληθώ με την εν γένει δράση της ΑΔΕ(Ν)ΔΥ. Θέλω μονάχα να εκπληρώσω την υπόσχεση που έδωσα στο υστερόγραφο της ιστογραφής της 29ης Απριλίου 2007 (Τ' ΕΙΧΕΣ, ΓΙΑΝΝΗ; Τ' ΕΙΧΑ ΠΑΝΤΑ…), να κριτικάρω, δηλαδή, τη στάση των εκπροσώπων της ΑΔΕ(Ν)ΔΥ στο υπάκουο (πειθαρχικό) Συμβούλιο Εγκαυμάτων Δευτέρου Βαθμού. Δεν γνωρίζω ούτε τα ονόματά τους ούτε τις παρατάξεις από τις οποίες προέρχονται, αλλά καλύτερα. Δεν κρίνονται βάσει αυτών, αλλά βάσει της ιδιότητάς τους ως εκπροσώπων της συνομοσπονδίας.

Αποδέχθηκαν, λοιπόν, οι εν λόγω εκπρόσωποι στη συνεδρίαση του Συμβουλίου στις 24 Απριλίου την πρόταση να συνεχιστεί η συνεδρίαση στις… 30 Οκτωβρίου, δηλαδή ύστερα από έξι και πλέον μήνες(!), προκειμένου να δοθεί στον διακεκριμένο ο χρόνος που αυτός χρειαζόταν για να "μελετήσει" τη φοβερή και τρομερή υπόθεση και να ετοιμάσει εισήγηση, και υπερψήφισαν τη σχετική απόφαση. Λαμπρά, ε; Τι χειρότερο, δηλαδή, θα προέκυπτε, εάν δεν υπήρχαν αυτοί οι δύο καρεκλοκένταυροι εκπρόσωποι των εργαζομένων; Ασφαλώς, δεν έχει την αξίωση κανένας εργαζόμενος οι εκπρόσωποί του να μην κρίνουν δίκαια και να μεροληπτούν υπέρ των εργαζομένων. Απαιτεί όμως η στάση τους και την απονομή δικαιοσύνης να υπηρετεί, και τα δικαιώματα και το συμφέρον των εργαζομένων να διασφαλίζει· γι' αυτό τους έχουν οι εργαζόμενοι τιμήσει με την ψήφο τους. Οι ίδιοι όμως δεν ετίμησαν, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη συνεδρίαση, το αξίωμά τους, με τη σύμπραξή τους στην τερατώδη αυτή απόφαση του Συμβουλίου, η οποία καταρρακώνει κάθε έννοια δικαιοσύνης και δεοντολογίας και παραβλάπτει τα συμφέροντα των κρινόμενων εργαζομένων· όπως δεν το τίμησαν και με τη σιγή ιχθύος που τήρησαν όσον αφαρά τη διαδικασία που εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους και στις δύο συνεδριάσεις, 17 και 24 Απριλίου (απουσία γραπτής εισήγησης, αυτοσχεδιασμοί εισηγητή κ.λπ.). Μήπως έχουν αντίθετη γνώμη; Μήπως τους αδικώ; Ας μου το δικαιολογήσουν! Ας μου δικαιολογήσουν, αν μπορούν, γιατί δεν κατέθεσαν πρόταση, για παράδειγμα, να ανατεθεί η εισήγηση σε άλλον εισηγητή, ικανό να φέρει εισήγηση σε μία εβδομάδα… Οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να το κάνουν;