Παρασκευή, Ιουνίου 01, 2007

ΚΑΛΟ ΜΝΗΜΑ...

Μας άφησε
ο Μάης
(ο κακός)
κι ήρθε
ο Ιούνης
(ο χειρό-
τερος;).

Καλό μνήμα,
λοιπόν!

Οψόμεθα ες Φιλίππους!

Τρίτη, Μαΐου 22, 2007

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΩΤΗ

Σήμερα, δύο χρόνια μετά το θάνατο του σ. Χαρίλαου Φλωράκη, αποτίνοντας τον οφειλόμενο φόρο τιμής στη μνήμη του, παραχωρώ το βήμα στον ίδιο:
«Δεν το ονοματίζω τούτο το χαρτί διαθήκη για το λόγο ότι δεν έχω τίποτα να διαθέσω.
Ό,τι βιος είχα το έχω δώσει στο Κόμμα, στο Κόμμα στο ΚΚΕ με τα γνωστά σύμβολά του, την Μαρξιστική—Λενινιστική ιδεολογία του, το πρόγραμμά του και τις αρχές του.
Πολιτικά δεν έχω επίσης τίποτα να αφήσω. Ό,τι είχα το έδωσα με τη συγκεκριμένη δράση μου. Να αφήσω πολιτικές ορμήνιες δεν το θεωρώ σοβαρό.

Θέλω να επιστρέψω, και να ταφώ στον τόπο που γεννήθηκα στο Παλιοζογλώπι και συγκεκριμένα στον Αηλιά για νάχω αγνάντιο. Ο τάφος να είναι απλός, μόνο να φραχτεί για να μην με ξεχώσουν τα αγρίμια.
Δεν θέλω λόγους και στεφάνια. Αυτά να εκφραστούν με βοήθεια στο Κόμμα.
Σεπτέμβρης 1994
Γεια σας
Χαρίλαος Φλωράκης»

Σάββατο, Μαΐου 19, 2007

ΓΙΑΤΙ… ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΚΙ ΕΓΩ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΩ!


Μια φορά ο Χότζας κίνησε να επισκεφτεί έναν φίλο του. Στον δρόμο ψώνισε κάποια πράγματα που χρειαζότανε και τα ‘βαλε στο δισάκι του. Φτάνοντας έξω από το σπίτι του φίλου του, σκέφτηκε να κρύψει καλού κακού κάπου το δισάκι του, για να το πάρει μόλις θα τέλειωνε την επίσκεψή του. Όμως, για κακή του τύχη, όταν μετά την επίσκεψη το αναζήτησε, το δισάκι του είχε γίνει άφαντο! Ο Χότζας τότες έγινε έξω φρενών. Άρχισε να ωρύεται, να βλαστημάει και να απειλεί θεούς και δαίμονες. Σε έξαλλη κατάσταση, απευθύνθηκε προς τους συγχωριανούς του, που είχαν στο μεταξύ μαζευτεί και τον παρακολουθούσαν με συμπάθεια αλλά και φόβο:

    —Ρε σεις, κοιτάχτε να μου βρείτε το δισάκι μου, γιατί, αν δεν βρεθεί, δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνω!

    —Πω πω, είπανε έντρομοι εκείνοι, πρέπει οπωσδήποτε να το βρούμε! Αλλιώτικα, κακό μεγάλο θα μας βρει! Δεν έχουμε ματαδεί τον Χότζα τόσο εξαγριωμένο.

Ξαμοληθήκαν λοιπόν κι αρχίσανε το ψάξιμο. Πράγματι ύστερα από λίγο το δισάκι βρέθηκε άθικτο κι επιστράφηκε στον Χότζα. Κι αυτός αμέσως γαλήνεψε. Ξαναβρήκε το πράο ύφος του και το κέφι του. Τότε κάποιος από τους συγχωριανούς του, που τον έτρωγε η περιέργεια να μάθει τι ήταν εκείνο —το προφανώς φοβερό— που είχε κατά νου ο Χότζας να κάνει αν δεν βρισκόταν το δισάκι, εκείνο δηλαδή με το οποίο είχε απειλήσει τους συγχωριανούς του λέγοντας «δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνω!», τον πλησίασε και τον ρώτησε:

    —Καλέ μας Χότζα, πες μας τι θα έκανες αν δεν βρισκόταν το δισάκι σου;

Κι ο Χότζας αφοπλιστικός:

    —Σάματις ξέρω; Αυτό δεν σας είπα πριν, ότι «δεν ξέρω κι εγώ τι θα κάνω»;

ΥΠΟΒΟΗΘΗΣΗ: Για την κατανόηση του νοήματος της παραβολής, κλικάρετε στην κάτω γραμμή:

Σάββατο, Μαΐου 05, 2007

Α ΔΕΝ ΔΕΙ

Ἃ δὲν δεῖ, ο τίτλος. Που σημαίνει νεοελληνιστί: αυτά που δεν πρέπει. Αν όμως γράψει ή πει κανείς «ἃ δὲ δεῖ», αυτό σημαίνει «αυτά (δε) που πρέπει», δηλαδή το αντίθετο του «ἃ δὲν δεῖ». Ένα μονάχα γραμματάκι, ένα «ν», κάνει όλη τη διαφορά, τόσο στον γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο. Αν, τώρα, ακούσετε να μιλάνε για το ανώτατο συνδικαλιστικό όργανο των δημοσίων υπαλλήλων, τη συνομοσπονδία τους, και μάλιστα αν γίνεται λόγος για τη δράση της τριτοβάθμιας αυτής οργάνωσης, τη συμμετοχή και τη συμβολή της στις διεκδικήσεις των εργαζομένων στο Δημόσιο, στην προάσπιση των δικαιωμάτων τους και σ' άλλα παρόμοια, τότε αναφέρεται, ως είναι φυσικό, κατ' επανάληψη το όνομα αυτής της οργάνωσης: ΑΔΕΔΥ και πάλι ΑΔΕΔΥ και ξανά μανά ΑΔΕΔΥ. «Η ΑΔΕΔΥ διατρανώνει μπουρ μπουρ μπουρ…», «Η ΑΔΕΔΥ ανυποχώρητη μπουρ μπουρ μπουρ, κάθετα αντίθετη μπουρ μπουρ, αγωνιστικά μπουρ μπουρ» και άλλα ηχηρά άχυρα. Ε, λοιπόν, αυτό το «ΑΔΕΔΥ», που ηχητικά είναι το ίδιο με το «ἃ δὲ δεῖ», εμένα —που μου έχει γίνει κάτι σαν βίτσιο το παιχνίδι με τις λέξεις— με ενοχλεί αφάνταστα! Ο λόγος είναι μάλλον προφανής για όσους εργαζόμενους παρακολουθούν κατά κάποιο τρόπο τις δραστηριότητες της συνομοσπονδίας· είναι η αναντιστοιχία τής εν γένει στάσης της ΑΔΕΔΥ απέναντι στα προβλήματα και τις διεκδικήσεις των δημοσίων υπαλλήλων, αφενός, και του περιεχομένου της ταυτόσημης ακουστικά με το όνομα της οργάνωσης φράσης «ἃ δὲ δεῖ», αφετέρου. Έτσι, άθελά μου, αυτόματα δηλαδή, όταν ακούω «ΑΔΕΔΥ», εγώ προσθέτω το «ν» που λείπει μετά το «ε» κι έτσι έχω το σωστό «ἃ δὲν δεῖ» σε πλήρη αντιστοιχία με την εικόνα που έχω για την ΑΔΕ(Ν)ΔΥ.

Ο σκοπός αυτής της ιστογραφής μου όμως δεν είναι να ασχοληθώ με την εν γένει δράση της ΑΔΕ(Ν)ΔΥ. Θέλω μονάχα να εκπληρώσω την υπόσχεση που έδωσα στο υστερόγραφο της ιστογραφής της 29ης Απριλίου 2007 (Τ' ΕΙΧΕΣ, ΓΙΑΝΝΗ; Τ' ΕΙΧΑ ΠΑΝΤΑ…), να κριτικάρω, δηλαδή, τη στάση των εκπροσώπων της ΑΔΕ(Ν)ΔΥ στο υπάκουο (πειθαρχικό) Συμβούλιο Εγκαυμάτων Δευτέρου Βαθμού. Δεν γνωρίζω ούτε τα ονόματά τους ούτε τις παρατάξεις από τις οποίες προέρχονται, αλλά καλύτερα. Δεν κρίνονται βάσει αυτών, αλλά βάσει της ιδιότητάς τους ως εκπροσώπων της συνομοσπονδίας.

Αποδέχθηκαν, λοιπόν, οι εν λόγω εκπρόσωποι στη συνεδρίαση του Συμβουλίου στις 24 Απριλίου την πρόταση να συνεχιστεί η συνεδρίαση στις… 30 Οκτωβρίου, δηλαδή ύστερα από έξι και πλέον μήνες(!), προκειμένου να δοθεί στον διακεκριμένο ο χρόνος που αυτός χρειαζόταν για να "μελετήσει" τη φοβερή και τρομερή υπόθεση και να ετοιμάσει εισήγηση, και υπερψήφισαν τη σχετική απόφαση. Λαμπρά, ε; Τι χειρότερο, δηλαδή, θα προέκυπτε, εάν δεν υπήρχαν αυτοί οι δύο καρεκλοκένταυροι εκπρόσωποι των εργαζομένων; Ασφαλώς, δεν έχει την αξίωση κανένας εργαζόμενος οι εκπρόσωποί του να μην κρίνουν δίκαια και να μεροληπτούν υπέρ των εργαζομένων. Απαιτεί όμως η στάση τους και την απονομή δικαιοσύνης να υπηρετεί, και τα δικαιώματα και το συμφέρον των εργαζομένων να διασφαλίζει· γι' αυτό τους έχουν οι εργαζόμενοι τιμήσει με την ψήφο τους. Οι ίδιοι όμως δεν ετίμησαν, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη συνεδρίαση, το αξίωμά τους, με τη σύμπραξή τους στην τερατώδη αυτή απόφαση του Συμβουλίου, η οποία καταρρακώνει κάθε έννοια δικαιοσύνης και δεοντολογίας και παραβλάπτει τα συμφέροντα των κρινόμενων εργαζομένων· όπως δεν το τίμησαν και με τη σιγή ιχθύος που τήρησαν όσον αφαρά τη διαδικασία που εκτυλίχθηκε μπροστά στα μάτια τους και στις δύο συνεδριάσεις, 17 και 24 Απριλίου (απουσία γραπτής εισήγησης, αυτοσχεδιασμοί εισηγητή κ.λπ.). Μήπως έχουν αντίθετη γνώμη; Μήπως τους αδικώ; Ας μου το δικαιολογήσουν! Ας μου δικαιολογήσουν, αν μπορούν, γιατί δεν κατέθεσαν πρόταση, για παράδειγμα, να ανατεθεί η εισήγηση σε άλλον εισηγητή, ικανό να φέρει εισήγηση σε μία εβδομάδα… Οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να το κάνουν;

Παρασκευή, Μαΐου 04, 2007

ΠΡΟΣ ΤΥΦΛΟΠΟΝΤΙΚΑ

Καλώ την ανώνυμη κυρία που τηλεφώνησε (ερήμην μου, εν κρυπτώ και παραβύστω) στο Νοσοκομείο ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΥΓΓΡΟΣ, αυτοπαρουσιαζόμενη ως «ιατρός από το Υπουργείο Υγείας», για να πληροφορηθεί εάν νοσηλεύεται σ' αυτό η σύζυγός μου και από τι πάσχει, να πάψει να κρύβεται, είναι ανώφελο. Επιτέλους, πόσο χαμηλά μπορούν να σέρνονται κάποιοι…

Αν είναι τυφλοπόντικες, πιο χαμηλά και από τους γυμνοσάλιαγκες· υπό το έδαφος…

Και δεν θα χρειαστεί ποτέ γι' αυτούς να ρωτήσει κανένας από τι πάσχουν· τους παίρνεις χαμπάρι από μίλια μακριά. Ούτε και να ρωτήσει πώς πάνε· όχι μονάχα δεν έχουν ελπίδα να γιατρευτούν (να γίνουν άνθρωποι), αλλά από το κακό στο χειρότερο φαίνεται ότι θα πηγαίνουν μονίμως, μέχρι να χαθούν από προσώπου γης και να ξεβρομίσει ο τόπος. Αμήν και πότε!

Δευτέρα, Απριλίου 30, 2007

ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ "ΔΙ' ΕΥΧΩΝ"

Δεν μένω ανενεργός. Πώς θα γινόταν, άλλωστε! Λοιπόν, σε συνέχεια της ιστογραφής της 22ας Μαρτίου 2007 με τίτλο ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ "ΔΙ' ΕΥΧΩΝ", ιδού ένα πρώτο προσχέδιο του "ΔΙ' ΕΥΧΩΝ":

    Δι' αρών κατ' αγρίων εμπόρων υμών,
    κύριος παντού ελθέ ο θυμός,
    κατούρησον και χέσον αυτούς. Αμήν.

Το τελικό κείμενο, όπως έχω προαναγγείλει, θα διατυπωθεί στις 31 Μαΐου 2007. Πώς ακριβώς θα διαμορφωθεί, θα εξαρτηθεί από το μέγεθος του… θυμού!

Κυριακή, Απριλίου 29, 2007

Τ' ΕΙΧΕΣ, ΓΙΑΝΝΗ; Τ' ΕΙΧΑ ΠΑΝΤΑ...


Η παροιμία που θέλει τον Γιάννη να καίγεται προκειμένου κατόπιν να τον αλείφουν τον φουκαρά με μέλι είναι σημαδιακή ή —επί το επιστημονικότερον— έχει προφανή σημειολογική αξία· ο έρμος ο Γιάννης, ως γνωστόν, πάντα καίγεται… Αυτό το ξέρετε δα! Επομένως, μάλλον δεν θα είχατε αγωνία για την έκβαση της συνεδρίασης του Συμβουλίου Εγκαυμάτων Δευτέρου Βαθμού που πραγματεύεται η ιστογραφή μου της 24ης Απριλίου 2007. Κρινόμενος σ' ένα Συμβούλιο Εγκαυμάτων (οποιουδήποτε βαθμού) είναι πάντα ο ταλαίπωρος ο Γιάννης. Κι αυτό γνωστό και βέβαιο, πέραν πάσης αμφισβήτησης. Εκείνο που "παίζεται" είναι το… μέλι· αν, δηλαδή, διατίθεται εκάστοτε ή όχι προς ανακούφισιν του κα(η)μένου Γιάννη… Διαβάστε, λοιπόν, πώς ό,τι έγινε στο Συμβούλιο Εγκαυμάτων Δευτέρου Βαθμού επιβεβαίωσε άλλη μία φορά των ανωτέρω λόγων το ασφαλές.

Ο εγκαυματίας πρώτου βαθμού (ο υποφαινόμενος, δηλαδή ο Γιάννης που λέγαμε) γλύτωσε μεν προς το παρόν το έγκαυμα δευτέρου βαθμού, αλλά οι υποκρινόμενοι τους κριτές ανάλγητοι καρεκλοκένταυροι του Συμβουλίου Εγκαυμάτων Δευτέρου Βαθμού (κάτι μεταξύ Νέρωνα και κοπρόσκυλου) είναι εφευρετικοί σε σατανικό βαθμό! Το διεστραμμένο μυαλό τους επινόησε να αφήσει τον εγκαυματία να σιγοψήνεται επί ένα εξάμηνο ακόμη, κρίνοντας προφανώς ότι δεν απέδωσε τα αναμενόμενα το σιγοψήσιμο στο οποίο τον υποβάλλουν επί δύο χρόνια ήδη! Έτσι, λοιπόν, τάχα αφυπνίστηκαν ξαφνικά(;), ύστερα από δύο χρόνια σιγοψησίματος του εγκαυματία πρώτου βαθμού, και είπαν (περίπου): «Τούτη την Άνοιξη, ραγιάδες, ραγιάδες… Δεν αναθερμαίνουμε την υπόθεση εκείνου του Γιάννη που τον έχουμε δύο χρόνια τώρα στο σιγοψήσιμο; Ε, και μαζί με την υπόθεση, αναθερμαίνουμε και τον ίδιο!» Ίσως "είδαν" κιόλας ότι κι άλλοι πυρομανείς (ένα όρνιο και μια αρκούδα) κινήθηκαν συγχρονισμένα προς την ίδια κατεύθυνση (στην Αφήνα και στη Θλίβα, αντιστοίχως) και σκέφτηκαν ότι δεν πρέπει αυτοί να υστερήσουν. Ίσως, λέω, διότι… ποιος ξέρει; (Έλα μου ντε!) «Εξάλλου, συνέχισαν, τι έχουμε μεις να φοβηθούμε; Μήπως δεν είμαστε εμείς οι απόλυτοι κυρίαρχοι του παιχνιδιού; Θέλουμε να τον περιποιηθούμε τον Γιαννάκη μας και να του προξενήσουμε ένα εγκαυματάκι δευτέρου βαθμού; Μπορούμε! Θέλουμε να του αλείψουμε με μέλι το πρώτου βαθμού έγκαυμά του; Γι' αυτό είμαστε εδώ εμείς! Θέλουμε να παρατείνουμε το σιγοψήσιμό του; Κι αυτό στο χέρι μας είναι!»

Μ' αυτές τις σκέψεις, λοιπόν, το Συμβούλιο Εγκαυμάτων Δευτέρου Βαθμού όρισε για τις 17 Απριλίου 2007 τη συνεδρίασή του για τη λήψη της σχετικής απόφασης. Την εισήγηση την ανέθεσε σε διακεκριμένο μέλος του, με μεγάλη… εμπυρία.

Έτσι φτάσαμε στην ημέρα της κρίσης, κατά την οποία το Συμβούλιο ισχυριζόταν —για να προτάξει της πυράς ένα προπέτασμα καπνού— ότι θα κρινόταν ο Γιάννης, αλλά εμείς δεν είμαστε τόσο ανόητοι, ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε ότι το Συμβούλιο θα κρινόταν και όχι ο Γιάννης. Μάλιστα, το Συμβούλιο θα κρινόταν και από τον Γιάννη, όπως και απ' όλους μας. Ο εισηγητής, ως διακεκριμένο μέλος, προετοιμάστηκε όπως έπρεπε. Δηλαδή, ακολουθώντας τις επιταγές της κοπροσκύλειας φύσης του, απέφυγε επιμελώς να σπαταλήσει τις πολύτιμες δυνάμεις του (Θεός φυλάξοι!) για τη μελέτη της υπόθεσης και τη σύνταξη εισήγησης. Ταυτόχρονα, μη λησμονώντας τη Νερώνεια φύση του, δεν δυσκολεύτηκε να καταλήξει χωρίς κόπο στην προσήκουσα πρόταση. Εμφανίστηκε, λοιπόν, ο εν λόγω διακεκριμένος στο Συμβούλιο των καρεκλοκένταυρων σεινάμενος και κουνάμενος, χωρίς φακέλους, χωρίς εισήγηση, και μούγκρισε:

Κύριοι συνάδελφοι, προτείνω να συνεχιστεί το σιγοψήσιμο του Γιάννη για μερικά χρόνια ακόμη, μέχρις ότου το φαρμακείο "ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ", στο οποίο έχει προσφύγει ο Γιάννης ζητώντας καταπραϋντική αλοιφή για το πρώτου βαθμού έγκαυμά του, αποφανθεί τελεσίδικα κατά πόσο θα ικανοποιήσει ή όχι το αίτημά του.

—Να σας πληροφορήσω, κύριοι καρεκλοκένταυροι, ότι το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ έχει ήδη αποφανθεί τελεσίδικα· έχει απορρίψει το αίτημά μου
, αντιτείνει ο Γιάννης, μη μπορώντας να κρύψει την αγανάκτησή του για το εφεύρημα του κοπρόσκυλου–Νέρωνα.

Γκρμχα μπρλιούκ βλγκαγκί γιαρμπρν, αρχίζει να αυτοσχεδιάζει απτόητος ο διακεκριμένος. Πγιορφν μπλχ, έεεχμμ, βέβαια, οπωσδήποτε χρειάζεται το σιγοψήσιμο για λίγα χρόνια ακόμη, κύριοι καρεκλοκένταυροι, διότι ο Γιάννης (είναι σκληρός, ήθελε να πει, αλλά…) ισχυρίζεται ότι παραπέμφθηκε στην πυρά του Συμβουλίου Εγκαυμάτων Πρώτου Βαθμού με διάτρητο πόρισμα ΕΔΕ (=Επίορκη Διοικητική Εξέταση). Εμείς, λοιπόν, που δεν είμαστε όποιοι κι όποιοι, όπως —ας πούμε— οι του Συμβουλίου Πρώτου Βαθμού, εμείς που κοπτόμαστε για τη νομιμότητα, που κάνουμε παστρικιές δουλειές, εμείς, λέγω, πρέπει να διενεργήσουμε τη δική μας εξέταση, τη δική μας ανάκριση —μαλλιά να 'χουμε να ξάνουμε— και μέχρι να τελειώσουμε, ο Γιάννης πρέπει να εξακολουθήσει να σιγοψήνεται —είναι και σκληρός, το είπαμε; (Δεν το είπες, το 'χες στο μυαλό σου, κυρ–καρεκλοκένταυρε. Τώρα δα σου ξέφυγε.)

Το τι επακολούθησε, είναι δύσκολο να περιγραφεί. Φωτιά πήρε η συνεδρίαση, πράγμα ίσως όχι εντελώς απροσδόκητο, διότι ο εκάστοτε Γιάννης που προσάγεται ενώπιον της πυράς του Συμβουλίου (Δευτέρου Βαθμού, παρακαλώ, μη σας διαφεύγει) δεν είναι πάντα ραγιάς, οπωσδήποτε όμως μια τέτοια εξέλιξη ήταν φανερό πως τουλάχιστον ξεβόλευε και στενοχωρούσε τους καρεκλοκένταυρους. Άλλη φωτιά περίμεναν —μακριά νυχτωμένοι— για να χαρούν, και άλλη έβλεπαν τώρα μπροστά τους να ανάβει και να τους ζορίζει. Ιδού, λοιπόν, τι έγινε:

Εκτός από τον διακεκριμένο εισηγητή, στους υπόλοιπους έξι καρεκλοκένταυρους του Συμβουλίου υπερίσχυσε η κοπροσκύλεια φύση τους. Παρέμειναν οκνηροί, παθητικοί θεατές μονάχα, χωρίς καμία διάθεση να λάβουν θέση ή κάπως να αντιδράσουν στην κόντρα μεταξύ του διακεκριμένου εισηγητή και του "κρινόμενου" —που λέει ο (του Συμβουλίου) λόγος— Γιάννη. Αλλά όσον αφορά τον εισηγητή, τα πράγματα ήσαν διαφορετικά. Το μεν κοπρόσκυλο που έκρυβε μέσα του αφυπνίστηκε σαν να του πάτησαν το ποδάρι εκεί που κοιμόταν, κι άρχισε αλαφιασμένο να γαυγίζει και να δαγκώνει, η δε Νερώνεια πλευρά του χαρακτήρα του ταράχτηκε σφόδρα προ του ενδεχομένου να ξεγλιστρήσει ο Γιάννης από τον πύρινο κλοιό που του 'χε στημένο. Διότι πράγματι ο Γιάννης φαινόταν ικανός να πετύχει μια τέτοια εξέλιξη, κι αυτό ήταν απρόσμενο για το κοπρόσκυλο–Νέρωνα. Ο Γιάννης ήταν φανερό ότι είχε το δίκιο με το μέρος του. Επίσης ήταν φανερό πως δεν θα κατέθετε εύκολα τα όπλα, παρά θα πολεμούσε με νύχια και με δόντια τους διώκτες του. Δεν θα ήταν εύκολο θήραμα για λόγου τους. Μάλιστα, φρόντισε αυτό να το κάνει σαφές στους καρεκλοκένταυρους, ήδη από την πρώτη στιγμή. Και τώρα, με βροντερή φωνή, με ζωηρές χειρονομίες, με αυστηρό ύφος, μάτια αστραφτερά, φλέβες πρησμένες, έντονα εκφραστικός, οργισμένος και αποφασισμένος, υπερασπιζόταν το δίκιο· όχι το δικό του δίκιο, αλλά ΤΟ ΔΙΚΙΟ. Αν κάποιος Γιάννης συμβεί καμιά φορά να καεί, έστω και άδικα, μικρό το κακό, σκεφτόταν. Αν όμως ο κάθε Γιάννης που θα τολμήσει, υπακούοντας στη φωνή της συνείδησής του και υπερασπιζόμενος το δημόσιο συμφέρον, να εναντιωθεί σε κάποιον μεγαλοεπιχειρηματία, κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπος με θεούς και δαίμονες, είτε ανίκανους είτε υποχείριους του μεγαλοεπιχειρηματία, που περιμένουν να τον περιλάβουν και να τον περιποιηθούν κατάλληλα μέχρι να πετύχουν την ολική εξόντωσή του, τότε πρόκειται για τεράστιο κακό, για συμφορά, για τραγωδία· τότε πρόκειται για παρακμιακό φαινόμενο σε επίπεδο επικράτειας. Όπου, όπως αντιλαμβάνεσθε, οι θεοί και οι δαίμονες κάθε άλλο παρά μεταφυσικές οντότητες είναι. Είναι κρατικές Αρχές, ως Υπουλεία, Υπαργία, Αρπαγεία, Απραγεία, Υφαρπαγεία, Διχαστήρια, Πειθαρχημένα Συμβούλια, Πτώματα (τυμπανιαία λόγω προχωρημένης σήψης) Επιθεωρητών κ.λπ., αλλά και φυσικά (ή παρά φύσιν) πρόσωπα. Τι συμβαίνει, λοιπόν; Πράγματι η αδικία κανοναρχεί τη ζωή όλων μας; Πράγματι το Συμβούλιο αυτό, είτε από ανικανότητα είτε από σκοπιμότητα, θα διολισθήσει σε μια στάση και αντίστοιχη απόφαση που θα περνάει το χυδαίο όσο και καταστροφικό, διαλυτικό μήνυμα: «Ο κρατικός λειτουργός τιμωρείται για την τιμιότητά του, αμείβεται για την καπατσοσύνη του»; Αυτά σκεφτόταν ο Γιάννης και φούντωνε. Μαστίγωνε την αδικία με πνεύμα ανυπότακτο και μυαλό κοφτερό:

—Προς τι ανάκριση, κύριοι καρεκλοκένταυροι; Ανάκριση γίνεται προκειμένου να έλθουν στο φως, να γίνουν γνωστά τα πραγματικά περιστατικά που ενδιαφέρουν μια υπόθεση. Εν προκειμένω, στην παρούσα υπόθεση, ποιο είναι αυτό που δεν γνωρίζετε; Όλα τα πραγματικά περιστατικά τα έχετε στα χέρια σας. Εξάλλου η υπόθεση είναι απλή. Δεν πρόκειται, ας πούμε, για μια υπόθεση βιασμού ανηλίκου ή φόνου ή δωροδοκίας, στην οποία είναι σύνηθες να υπάρχουν πλήθος στοιχείων που πρέπει να διερευνηθούν. Εδώ έχουμε κατηγορίες που αφορούν τις ενέργειες του εγκαλούμενου κα(η)μένου Γιάννη ως μέλους επιτροπών συγκεκριμένων διαγωνισμών. Και οι ενέργειες αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι θέσεις που διατύπωσε εγγράφως στα επίσημα πρακτικά των επιτροπών. Τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο. Έχετε τους φακέλλους των επίμαχων διαγωνισμών και τα πρακτικά. Τι άλλο αναζητείτε; Τι σας λείπει; Τι περιμένετε να μάθετε από την ανάκριση; Απολύτως τίποτε περισσότερο απ' ότι ήδη έχετε. Άρα γιατί θα κάνετε ανάκριση; Με ποιο αντικείμενο και για ποιο σκοπό; Για να αφήσετε την υπόθεση να σέρνεται; Ποιος βγαίνει κερδισμένος από μια τέτοια διαδικασία; Προφανώς, ουδόλως η αλήθεια και η απονομή δικαιοσύνης. Ο μόνος κερδισμένος είναι ο λασπολόγος κατήγορος του Γιάννη επιχειρηματίας. Και ο Γιάννης εξακολουθεί να σηκώνει τον σταυρό του μαρτυρίου του. Δεν αντιλαμβάνεστε ποιο μήνυμα περνάτε; Αυτό θέλετε;

Ε, τι να απαντήσει το κοπρόσκυλο–Νέρωνας σ' αυτόν τον καταιγισμό ερωτημάτων και τι να αντιπαραθέσει σε μια τέτοια λογικά ατράνταχτη επιχειρηματολογία;

—Γρλιουπ μπρμφν ρντοσβγκ, γρύλλισε, ξεροκατάπιε. Αλλ' ωστόσο θυμήθηκε πως δεν πρέπει να κωλώνει. Τι διάβολo! Την αξιοπρέπεια, αν ποτέ είχε ίχνος από δαύτη, την έχει προ πολλού χεσμένη. Τον κώλο του, μούρη του τον έχει καμωμένο. Γιατί επομένως να κωλώνει; Συνέρχεται, λοιπόν, και αρθρώνει λόγο ταιριαστό με το ποιόν του, πίσω από το ανθρώπινο προσωπείο του:

—Και τι σας πειράζει εσάς η ανάκριση; (Μέχρις εδώ, δεν προχωράει παραπέρα. Άραγε απλώς δεν τολμά, φοβούμενος την αντίδραση του Γιάννη, ή επίτηδες αφήνει να αιωρείται το αισχρό υπονοούμενο αντί να το εκστομίσει και να δώσει έτσι τη δυνατότητα στον Γιάννη να το αντικρούσει;) Δικαίωμά μας(!) είναι.

Μ' αυτά και μ' αυτά, το Συμβούλιο κατέληξε στη μόνη απόφαση για την οποία ήταν ικανό, με βάση, αφενός, τα δεδομένα της συζήτησης της υπόθεσης και, αφετέρου, την αναλγησία του: Να συνεχιστεί η συνεδρίαση την επόμενη εβδομάδα, στις 24 Απριλίου, για να παρθεί τότε απόφαση.

Ο Γιάννης έφυγε νιώθοντας αποστροφή κι αηδία. Πιο κενός απ' όσο όταν προσερχόταν στο Συμβούλιο. Δεν έτρεφε, βέβαια, την ψευδαίσθηση ότι η 24η Απριλίου θα ήταν μια διαφορετική, καλύτερη μέρα…

Και όντως. Ήταν τρισχειρότερη. Το διακεκριμένο κοπρόσκυλο–Νέρωνας στάθηκε στο ύψος του ξανά στις 24 Απριλίου. Τέτοιο ύψος, που διέψευσε ακόμα και όποιον ενδεχομένως πίστεψε πως ούτε αυτός ο διακεκριμένος θα μπορούσε ποτέ να φτάσει χαμηλότερα. Εμφανίστηκε πάλι σεινάμενος και κουνάμενος, χωρίς γραπτή εισήγηση, χωρίς χαρτιά. Ξανά μανά τα ίδια· πρότεινε ο αθεόφοβος να αναβληθεί η εξέταση της… φοβερής και τρομερής αυτής υπόθεσης, συνακόλουθα και η λήψη απόφασης (για το έγκαυμα του Γιάννη), προκειμένου να προηγηθεί ανακριτική διαδικασία (παράταση στο σιγοψήσιμο)! Τέτοια αναίδεια και θρασύτητα δεν μπόρεσαν να την αντέξουν ούτε οι υπόλοιποι καρεκλοκένταυροι —οι μη διακεκριμένοι. Κάτι ψέλλισαν, να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να γίνει η (περιττή) ανακριτική διαδικασία. Και τότε το διακεκριμένο κοπρόσκυλο–Νέρωνας έδωσε ρέστα:

—Δεν είμαι έτοιμος, είπε. Δεν έχω μελετήσει την υπόθεση. Χρειάζομαι μερικούς μήνες γι' αυτό, δεδομένου ότι είμαι κοπρόσκυλο ολκής. Ας σιγοψηθεί μερικούς μήνες ακόμα ο Γιάννης, τι πειράζει;

Το Συμβούλιο, κι αυτή τη φορά, τελικά πήρε την απόφαση εκείνη για την οποία ήταν ικανό: Συζήτηση επί της ουσίας, χωρίς προηγούμενη ανακριτική διαδικασία, στις… 30 Οκτωβρίου 2007, προκειμένου να δοθεί ο απαραίτητος(!) χρόνος στο διακεκριμένο κοπρόσκυλο–Νέρωνα να μελετήσει την υπόθεση και να εισηγηθεί τι έγκαυμα δευτέρου βαθμού (εκτεταμένο, περιορισμένο, σε ποιο μέρος του σώματος κ.λπ.) πρέπει να προξενηθεί στον Γιάννη. Μέχρι τότε… τ' είχες, Γιάννη; Τ' είχα πάντα… Σιγοψήσου, Γιαννάκη, ήσυχα. Αγογγύστως και αδιαμαρτυρήτως.

Μπα! Δεν νομίζω ότι θα γίνει έτσι. Ο Γιάννης, αν και καμένος, ραγιάς δεν γίνεται!

    Μα 'γώ δεν ζω γονατιστός,
    είμαι της Σταματίνας γυιος.
    Τι κι αν μ' ανοίγουνε πληγές,
    εγώ αντέχω τις φωτιές.

Άντε γεια σας, κοπρόσκυλα–Νέρωνες!

Γεια σου και σένανε, Νικήτα!

    Υ.Γ.: Δύο από τους καρεκλοκένταυρους του Συμβουλίου ήσαν εκπρόσωποι της ΑΔΕΔΥ (μάλλον ΑΔΕΝΔΕΙ = ἃ δεν δεῖ = όσα δεν πρέπει), τρομάρα τους (των εργαζομένων)! Αλλά αυτούς θα τους "περιποιηθώ" άλλη φορά, ιδιαιτέρως και όπως τους αξίζει…

Τρίτη, Απριλίου 24, 2007

ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΕΙ, ΑΡΑΓΕ;

Τι θα γενεί, τι θα γενεί,
ποιος θα πονεί, ποιος θα πονεί,
μανούλα μου…

«Μπαμπά μου, τι έχεις;» ρωτάει η κόρη μου. Από κοντά και η καλή γυναικούλα μου: «Τι σ' απασχολεί, αγάπη μου;» Ήξερα ότι αν απαντούσα «Τίποτα» καμία τους δεν θα έπειθα, αλλά το έκανα· όχι για να τις ξεγελάσω, ασφαλώς, αλλά διότι γνώριζα ότι με τις ερωτήσεις τους ήθελαν πριν απ' όλα να υποδηλώσουν ότι βρίσκονται δίπλα μου, ενδιαφέρονται για μένα και με στηρίζουν. Ήξερα ακόμη ότι όσο ήθελαν να ξεδίπλωνα τις σκέψεις μου και να τις μοιραζόμουνα μαζί τους άλλο τόσο ήσαν έτοιμες να σεβαστούν τη σιωπή μου, και ότι άφηναν εμένα να επιλέξω. Εξάλλου, μήπως δεν ήξεραν τι σκέπτομαι; Τόσες και τόσες φορές πια τα τελευταία χρόνια, μετά την επιδρομή του Αλάριχου, τα 'χουμε πει και ξαναπεί… Διχογνωμία δεν έχει υπάρξει ανάμεσά μας. Και ξέρουμε πολύ καλά να εκτιμάμε πότε το 'χουμε ανάγκη να κουβεντιάσουμε και πότε μάς είναι πιο πολύτιμη η σιωπή αναμεταξύ μας, όταν φτάνει μια ματιά να τα πει όλα με τον καλύτερο τρόπο.

Όμως, αγαπημένες μου, αφού σας καληνύχτησα κι έμεινα μόνος μου μπροστά στον εξομολογητή μου (Intel inside), ακούστε με τι έχω να σας πω· ακούστε με τι δεν σας είπα. Ναι, είναι ό,τι ακριβώς έχετε μαντέψει!

Αύριο το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό (τ.έ. πειθαρχημένο;) Συμβούλιο (σαν έγκαυμα δευτέρου βαθμού —το πρώτου βαθμού έγκαυμα το 'χω ήδη υποστεί) κρίνει την τιμιότητά του, αλλά δεν τολμάει να το ομολογήσει και αντίς γι' αυτό λέει —άκουσον, άκουσον!— ότι κρίνει τάχατες την τιμιότητά μου! Πράγματι, πιστέψτε με, το ζήτημα που θα απασχολήσει το Συμβούλιο δεν είναι προσωπικό. Εγώ, εξάλλου, ό,τι ήταν να πάθω το 'χω ήδη πάθει. Τι χειρότερο να πάθω, από τη στιγμή που έχω αναγκαστεί να διαγράψω οριστικά και αμετάκλητα τριάντα χρόνια καριέρας, επειδή κάποιοι προδότες και ελεεινοί άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες για να περάσει ο βάρβαρος επιδρομέας, περιβεβλημένος το σχήμα επιχειρηματία; Το ζήτημα, επαναλαμβάνω, δεν είναι ούτε υπήρξε ποτέ προσωπικό. Είναι ζήτημα που αφορά όλους μας. Είναι ένα τεράστιο ζήτημα ηθικής, αλλά και έννομης τάξης. Πρόκειται για το μείζον ζήτημα κατά πόσον υπάρχει Δικαιοσύνη! Μέχρι τώρα η εμπειρία μου επ' αυτού είναι απογοητευτική. Έχω διαπιστώσει ότι η Δικαιοσύνη είναι υποχείρια του Αλάριχου. Δυστυχώς…

Τι θα γίνει, λοιπόν, αύριο;

Ίδωμεν. Κοντός ψαλμός, αλληλούια. Ες αύριον…

Παρασκευή, Απριλίου 20, 2007

Ο ΠΟΥΣΤΗΣ ΓΑΪΔΑΡΟΣ

Κάποτε ένας χωρικός ήθελε ν’ αποκτήσει έναν γάιδαρο για τις δουλειές του. Μόλις λοιπόν πληροφορήθηκε ότι ένας συγχωριανός του είχε ένα γαϊδούρι για πούλημα, έτρεξε για να δει αν του κάνει να το αγοράσει. Πραγματικά, εξετάζοντας το ζωντανό, έμεινε ικανοποιημένος. Ρώτησε λοιπόν τον ιδιοκτήτη του για την τιμή του. Αλλά εκείνος, χαμηλώνοντας το βλέμμα του, σχεδόν με συστολή του είπε:
—Ξέρεις, πριν σου πω την τιμή, πρέπει να σου εκμυστηρευτώ κάτι: Ο γάιδαρος αυτός είναι πούστης!
—Τι έκανε λέει; ρωτάει εμβρόντητος, μη πιστεύοντας στ’ αφτιά του ο αγαθός χωρικός.
—Αυτό που άκουσες, συνεχίζει σχεδόν περίλυπος ο ιδιοκτήτης του γαϊδάρου, σαν να αναγνώριζε μερίδιο δικής του ευθύνης ή συνενοχής για το κουσούρι του ζώου του. Ο γάιδαρος είναι πούστης…
—Ε, καλά! απαντάει ο χωρικός, έχοντας προφανώς ξεπεράσει το αρχικό του ξάφνιασμα από την απροσδόκητη… “αποκάλυψη” και, βέβαια, μη βρίσκοντας κανένα νόημα σε μια τέτοια συζήτηση γύρω από τις σεξουαλικές ιδιαιτερότητες του γαϊδάρου. Κι εμένα τί με κόφτει τί κάνει ο γάιδαρος;
—Δεν ξέρω, εγώ είχα υποχρέωση να στο πω… σχεδόν ψελλίζει το αφεντικό του ζώου, σηκώνοντας τάχα με αδιαφορία τους ώμους του, στην πραγματικότητα όμως προσπαθώντας να κρύψει την ικανοποίησή του για το ό,τι ξεπεράστηκε τόσο εύκολα και ανώδυνα το μειονέκτημα του ζώου.
—Πες μου πόσο κάνει, επανέρχεται αποφασιστικός ο αγοραστής.
—Τόσο…
—Εντάξει, έγινε!
Ευχαριστημένος ο χωρικός, καβάλησε στο γαϊδούρι που μόλις απόκτησε και γύρισε στο κονάκι του.
Την επόμενη μέρα πήγε με το γαϊδούρι στο χωράφι του. Μάζεψε τη συγκομιδή της ημέρας, πατάτες, λάχανα, τομάτες, μελιτζάνες, χόρτα, μια καλή ζαλιά, κι αρχίνησε το φόρτωμα. Το ζώο, υπομονετικό και υπάκουο, δεχόταν αδιαμαρτύρητα το βαρύ φορτίο. Όμως, μόλις ο χωρικός τελείωσε, ο γάιδαρος άρχισε να τσινάει σαν δαιμονισμένος και πέταξε όλο το φορτίο χάμω. Ο αγαθός χωρικός απόρησε. Καλοπροαίρετα υπέθεσε ότι ίσως κάποια κακιά μύγα να τσίμπησε το ζώο και δικαιολογημένα αυτό αφήνιασε. Φτου κι απ’ την αρχή, λοιπόν, ξαναφόρτωσε το ζώο. Πάνω που τελείωσε όμως το φόρτωμα, πάλι τα ίδια. Κλοτσιές και τσινιές του γαϊδάρου, κι όλα τα πράγματα ξανά καταγής. Κι αυτό επαναλήφθηκε και πάλι και πάλι…
Απαυδημένος ο χωρικός, μια και δυο κινάει με το γαϊδούρι και πάει στον συγχωριανό του που του τον πούλησε για να διαμαρτυρηθεί.
—Ρε πατριώτη, πιο ανάποδο ζώο από τούτο εδώ που μου πάσαρες δεν μου έχει ξανατύχει. Δεν υποφέρεται. Το και το μου έκανε… Και ο δύστυχος βάλθηκε να εξιστορεί τον μπελά που τον βρήκε με τον γάιδαρο που αγόρασε.
Και τότε έρχεται αφοπλιστική η απάντηση από τον πρώην ιδιοκτήτη:
—Έεεε! Από πούστη γάιδαρο τί περιμένεις;

ΕΠΙΜΕΤΡΟ: Αν η τύχη (ή η ατυχία) σάς φέρει αντιμέτωπους με τον πούστη γάιδαρο, μη σας διαφύγει πώς πρέπει να τον προσφωνήσετε: «Καλημέρα σας, κύριε δήμαρχε!»

Πέμπτη, Απριλίου 19, 2007

ΨΥΧΙΚΑ ΝΟΣΗΜΑΤΑ: ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΤΙΔΑ

Η εισαγγελίτιδα είναι ιδιάζουσας μορφής επαγγελματική ασθένεια, εξελισσόμενη συνήθως σε χρόνια, αλλά συνοδευόμενη επίσης ενίοτε από οξείες εξάρσεις, αναλόγως των εκάστοτε εξωγενών ερεθισμών, δυσίατη, αν όχι ανίατη. Προσβάλλει ιδίως τους εισαγγελείς και τους εισαγγελίζοντες και κατατάσσεται στις συμπλεγματικής αιτιολογίας ψυχικές διαταραχές. Η αντιμετώπισή της επαφίεται στον… υποφέροντα από τις εκδηλώσεις του πάσχοντος εκ της νόσου, είναι κατά κανόνα συμπτωματική και προσαρμόζεται κατά περίπτωση, αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας του πάσχοντος, αφενός, και του —κατά τα ανωτέρω— υποφέροντος, αφετέρου.

Η διάγνωση της νόσου είναι λίαν δυσχερής στις περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτή αναπτύσσεται επί υποστρώματος διαπλοκής, συναλλαγής, κουμπαριάς, παπαριάς, νικηταριάς, πουστιάς κ.τ.τ.

Μπρε, μπρε, μπρε!

Τρίτη, Απριλίου 17, 2007

ΣΕ ΠΟΥΛΗΜΕΝΟ ΒΗΜΑ

Στης Θέμιδας τη ρούγα,
στη στράτα την πλατιά,
άσπρην είχες φτερούγα
και γερακιού ματιά.

Μα κάποια νύχτα η μπόχα
σε τύλιξε βαριά.
Πού να θυμάσαι τώρα
τη δίκαιη ζυγαριά;

    ΡΕΦΡΕΝ:
    Σε πουλημένο βήμα
    μούντζες ρίχνω σωρό.
    Δίκιο ζητάει το κρίμα
    κι εγώ θα καρτερώ.


Ψυχρέ μου κορδωμένε,
τιμώρησε σκληρά
τους δύστυχους που λένε
πως τ’ άρπαξες χοντρά.

Χαμένος 'γώ στη ρούγα,
στη στράτα την πλατιά,
ψάχνω ζεστή φτερούγα
κι ανθρώπινη ματιά.

    ΡΕΦΡΕΝ:
    Σε πουλημένο βήμα
    μούντζες ρίχνω σωρό.
    Δίκιο ζητάει το κρίμα
    κι εγώ θα καρτερώ.



Τραγουδιέται στον σκοπό του γνωστού τραγουδιού του Μάνου Χατζηδάκη «Σε πελαγήσιο μνήμα».

Δευτέρα, Απριλίου 16, 2007

ΩΔΗ "ΜΠΡΙ-ΟΖΕΙ-'ΚΕΙ"

Γκρίζο, χοντρό θηρίο
με κέφι και με μπρίο(*)
χορεύει στη σκηνή.

Τι φοβερή αρκούδα,
τι πονηρή μουσούδα
—φαρμάκι και χολή!

Την έχουνε ταΐσει,
την έχουνε ποτίσει
—και δεν το λησμονεί.

Στιγμή καιρό δεν χάνει,
το θύμα της αδράχνει
—να φύγει δεν μπορεί.

Δουλειά καλή να γένει
ο αφέντης περιμένει
—χαιρέκακο σκυλί.

Ω! Τι Δικαιοσύνη!
—Ντροπή και καταισχύνη,
αλί και τρισαλί!


Τραγουδιέται σε σκοπό μανιάτικου μοιρολογιού.
(*) Η τελευταία λέξη (μπρίο) προφέρεται εμφατικά, όπως θα διαβαζόταν με προσωδιακή προφορά το «μπρη ω».

Τρίτη, Απριλίου 03, 2007

ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ...

Μας έφυγε, λοιπόν, ο Αμάρτιος, και τι να του πρωτοθυμηθούμε! Φορτωμένος αμαρτίες ήταν. Ας πάει στον αγύριστο! Τώρα έχουμε ήδη υποδεχτεί —ακολουθώντας την αέναη τάξη των πραγμάτων— τον Αχίλλειο, σαν τη φτέρνα —του Αχιλλέα βεβαίως, αν και… γιατί όχι και σαν τη δική μας; Όλες οι φτέρνες ίδιες είναι, άλλωστε, μηδέ και της του Αχιλλέα εξαιρουμένης! Τρωτές! Μόνο που εμείς είμαστε ολόκληροι φτέρνα· μας λείπει ο… Αχιλλέας! Δεν έχουμε καθόλου από δαύτον! Και πώς να έχουμε, δηλαδή, αφού ο νονός μας, αντί να μας πάει στη Στύγα να μας βαφτίσει και να γίνουμε αθάνατοι, είχε ο δύστυχος (με μας που έμπλεξε) πολύ πιο μετριοπαθείς βλέψεις. Δούλους του θεού μάς προόριζε. Ευτυχώς, δεν το πάθαμε αυτό· ένα… στυγερό έγκλημα αποτράπηκε. Μείναμε ελεύθεροι το φρόνημα, ανυπότακτοι και υψιπέτες. Ταπεινούς θνητούς μάς ήθελε, κι εδώ —δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν είμαι σίγουρος— δεν μπορέσαμε να ξεφύγουμε ολότελα. Προσπαθήσαμε, αλλά έχοντας μείνει στεγνοί από τα κρουσταλένια κρύα νερά της θείας Στύγας, στυγνή διαγραφόταν η μοίρα μας. Πολύ περισσότερο που μας ζούπηξαν μες στο λαδωμένο (μπλιαχ! σαν λίγδα) βραστό νερό της κολυμπήθρας —αμ τι σόι προκοπή να κάνουμε έτσι; Μείναμε λοιπόν τρωτοί, βροτοί, θνητοί, αλλά όλα κι όλα! Την ταπεινότητα την αγαπήσαμε και την ασπαστήκαμε ως αρετή και προτέρημα, αλλά μονάχα έτσι! Όπως ακριβώς κάναμε και με την περηφάνεια και με την υψηλοφροσύνη και με τη φιλοδοξία. Όπως ακριβώς κάναμε επίσης και με την ευθιξία και με την αγωνιστικότητα. Ούτε ριψάσπιδες ούτε αναχωρητές. Οι καλόγεροι ας επικαλεσθούν την "αγιότητά" τους κατά την "ημέρα της κρίσεως" —αυτή που τους έχει γίνει μονομανία— για να δικαιολογήσουν την απουσία τους χάριν του σαρκίου τους (άντε, της ψυχούλας τους) από τους κοινωνικούς αγώνες. Εμείς, αντίθετα, δεν περιμένουμε καμία διακεκριμένη ημέρα ως "ημέρα κρίσεως". Κάθε μέρα και κάθε στιγμή (θέλουμε να) κρινόμαστε και αυτοκρινόμαστε. Δεν επιχειρούμε να δικαιολογήσουμε τις ανθρώπινες αμαρτίες μας και, προπάντων, τα καψαλίσματα της ψυχής μας (και του σώματός μας τις πληγές) από το καμίνι της ζωής όπου θεληματικά και συνειδητά και με αυταπάρνηση ριχτήκαμε δεν τα επικαλούμαστε ως ελαφρυντικό. Αντίθετα, δεν κομπάζουμε γι' αυτά, ενώ και τις αμαρτίες μας καταδικάζουμε και την προσφορά που αποφύγαμε ή παραλείψαμε κατακρίνουμε. Έτσι, μπορούμε να καλωσορίζουμε κάθε χρόνο την ανοιξιάτικη πνοή του Αυριλίου και να πολεμάμε το σκοτάδι του Ανηλίου. Έρωτας είμαστε και στήνουμε Διονυσιακό χορό «με τον ξανθόν Απρίλη».

Τι είπατε; Ότι δεν έχει Νικήτα αυτό το σημείωμά μου; Ε, πώς; Παντού υπάρχει ένας Νικήτας, δεν το 'χετε ακούσει;

Άει στον διάολο, Νικήτα!

Δευτέρα, Απριλίου 02, 2007

ΔΥΟ ΠΑΛΛΑΚΙΔΕΣ ΤΟΥ ΑΪΒΑΛΙ

Δυο παλλακίδες του Αϊβαλί
κάτ' απ' τη στέγη του Μπαλλή,
κάτ' απ' τη στέγη του Μπαλλή παρέα.
Ήτανε και οι δυο σκατά
και βγάλαν τόσα ξερατά
για μιαν υπόθεση πολύ… σπουδαία.

    ΡΕΦΡΕΝ:
    Γράφανε και ξερνούσανε,
    εκδούλευση πουλούσανε… (δις)


Δυο παλλακίδες του Αϊβαλί
ορμήσαν μ' εντολή Μπαλλή
και δεν αφήσαν προσφορά στο ράφι.
Για τη δουλίτσα τους αυτή
μαζέψανε με τον Μπαλλή
έναν ντουρβά ασήμι και χρυσάφι.

    ΡΕΦΡΕΝ:
    Γράφανε και ξερνούσανε,
    εκδούλευση πουλούσανε… (δις)


Τραγουδιέται στον σκοπό του γνωστού τραγουδιού του Απόστολου Καλδάρα «Δυο παλληκάρια απ' τ' Αϊβαλί».

Παρασκευή, Μαρτίου 30, 2007

Η ΥΒΡΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΒΡΙΣΙΜΟ (Η Προσβολή και η Απάντηση ή Η Προσήλωση στο Καθήκον)

Το "θηρίο" δεν το είχα ούτε καν αντικρίσει ακόμη. Μα δεν μου έμενε καμιά αμφιβολία για την αγριότητά του· με είχαν, άλλωστε, με τον τρόπο τους όλοι (και όλα) προϊδεάσει γι' αυτό. Και να τώρα που με οδηγούσαν εμπρός του! Ο υπάλληλος άνοιξε μια θεόβαρια και πανύψηλη σιδερένια πόρτα που έγραφε με πελώρια κόκκινα γράμματα «ΑΔΙΕΞΟΔΟ»! Ένα σκοτεινό και παγωμένο κλιμακοστάσιο πρόβαλε τότε. Οδηγούσε στον πάνω όροφο κι απομονωνόταν κι εδώ από τους υπόλοιπους χώρους με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και στον κάτω όροφο, με μια ίδια θωρακισμένη σιδερόπορτα. Βγαίνοντας στον όροφο, η απαίσια πόρτα έκλεισε πίσω μου —μου φάνηκε σάμπως οριστικά και αμετάκλητα— και φάνηκε πάνω της γραμμένη η αδυσώπητη μοίρα μου, με τα ίδια πάλι πελώρια κόκκινα γράμματά της: ΑΔΙΕΞΟΔΟ! Βρέθηκα έτσι εγκλωβισμένος για τα καλά στα ενδότερα αυτής της καφκικής σύλληψης φυλακής, στο σκοτεινό βάθος του απαίσιου λαβύρινθου αυτού του βιομηχανικής τεχνοτροπίας γκρίζου, μουντού και παγερού κτηρίου που κατ' ευφημισμό το λένε δικαστικό μέγαρο, με τους ασοβάντιστους τοίχους του ανελέητα σκληρούς να με περισφίγγουν, σαρκάζοντάς με με την απεχθή όψη τους, άλλοτε με το σταχτί εμφανές μπετόν τους κι άλλοτε με τα ανεπίχριστα κίτρινα συμπαγή τούβλα τους. Ένιωσα εκμηδενισμένος, ανυπεράσπιστος αιχμάλωτος του ύπουλου, αόρατου εχθρού μου. Η αδικία, αυτή τη φορά πιο προκλητικά από κάθε προηγούμενη, στέκει με αναίδεια αντικρύ μου, ίδια μισητή σαν τους τοίχους, σαν τα τείχη μου. Έτσι, ο Αλάριχος έχει πια στη φαρέτρα του όλα τα όπλα (π.χ. Καβάλας, Αδελφίνι, Άνδρου Λιγδάκης, Άνδρου Λιγάκης, οι τρεις μέγιστοι φωστήρες της τρισηλιθίου θεότητος, Αγριόγατες και Αγιόγατες, πάπιες και παπιά, οχιές του είδους «esc evil», νικήτες, μπάλες, παππάδες, κύνες, κοινές, γκίνιες κ.λπ.) κι ακόμη πιο πολλά, ως και αυτή την ίδια την Αδικία, για να συνθλίψει όποιον τολμήσει να του σταθεί εμπόδιο.

Στον όροφο αυτόν βρισκόταν η φωλιά–γραφείο του "θηρίου". Ο υπάλληλος μ' άφησε να το περιμένω έξω στον διάδρομο, απέναντι από τη σιδερόπορτα, αυτή που έδινε οδυνηρή υλική υπόσταση στο ΑΔΙΕΞΟΔΟ —το δικό μου…

Ήταν άραγε μέσα το "θηρίο"; Ήταν στη φωλιά–γραφείο του; Κάποιες φήμες έλεγαν πως ο Λεωνίδας το ερέθισε με τη στάση του και πως αυτή την ώρα κατάστρωνε σχέδιο πώς να τον εκδικηθεί. Άντε, λοιπόν, να είναι και εξαγριωμένο όταν θα με φωνάξει να πάω —υποχρεωτικά! ΑΔΙΕΞΟΔΟ, βλέπετε!— στη φωλιά του. Ξανά περιέπεσα στην, τόσο γνώριμή μου πια, κατάσταση κατάθλιψης μα και οργής· λύπης μα και θυμού· οίκτου μα και λύσσας για αντεκδίκηση· αδυναμίας μα και δύναμης· αηδίας για τα σκατά που μ' έχουν πνίξει μα και περιχαράκωσης στον κόσμο τον δικό μου· αγανάκτησης, απέχθειας, αποστροφής, μίσους… μίσους… μίσους… σκοτοδίνης… Στον διάολο, πια! Αλήτες! Ελεεινοί! Αχρείοι! Γιατί ν' ασχολούμαι μαζί σας, ε; Γιατί; Γιατί να μην ασχολούμαι με ό,τι μ' ευχαριστεί; Γιατί να χάνω, να έχω χάσει ήδη, τόσα πολύτιμα χρόνια από τη ζωή μου ασχολούμενος μ' εσάς, σιχαμερά σκουλήκια; Ποιος θα μου τα δώσει πίσω αυτά τα χαμένα χρόνια μου; Ποιος θα μου δώσει ξανά τον εαυτό μου όπως ήταν πριν τον αγγίξετε σεις, διεστραμμένα, βρομερά καθάρματα; Φύγετε, φύγετε, φύγετε από μπρος μου!…

Τ' αφτιά μου βουίζουν, το κεφάλι μου κουδουνίζει… Κάποιος όμως άξαφνα με συνεφέρνει. Είναι ο δικηγόρος μου, ο άνθρωπος που με βοηθάει ν' αποδείξω απέναντι στους τυφλούς —όπως θέλουν να είναι— δικαστές μου ότι… δεν είμαι απατεώνας —χωρίς πάντως επιτυχία μέχρι σήμερα… Μου αναμεταδίδει, λοιπόν, το ακόλουθο περιστατικό:

    Κατεβαίνοντας, μου λέει, πριν από λίγο με το ασανσέρ, για να βγει προς στιγμή από το κτίριο, συναντήθηκε στην καμπίνα με έναν συνάδελφό του και ανταλλάξανε δυο–τρεις κουβέντες έως ότου φτάσουν στο ισόγειο. Ο συνάδελφός του ρώτησε τον δικηγόρο μου:
    —Ποια υπόθεση έχετε αναλάβει;
    —Μιαν υπόθεση του νοσοκομείου της Θλίβας.
    —Α! Αυτή με τις προμήθειες, ε; Και ποιανού είσθε δικηγόρος; Του Αλάριχου;
    —Όχι. Ενός φουκαρά, του Παραδέα…
    —Ε, όχι δα! Δεν είναι και τόσο φουκαράς!
Τι του λες τώρα; Φτιάχνεσαι ή δεν φτιάχνεσαι χειρότερα (καλύτερα…) απ' ό,τι ήσουν;

Με τα νεύρα μου τεντωμένα σαν σύρματα, τα μηνίγγια μου να χτυπούν έτοιμα να σπάσουν και τα δόντια μου σφιγμένα, αισθάνομαι όσο πρέπει έτοιμος να αντιμετωπίσω το "θηρίο". Και να που δεν αργεί αυτή η στιγμή. Με φωνάζουν «να περάσω»! Εκεί όπου το "θηρίο" νιώθει απόλυτη σιγουριά· εκεί όπου έχει την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να καμώνεται πως είναι ό,τι ποτέ του δεν θ' αξιωθεί να γίνει· εκεί όπου η ποταπότητά του νομίζει ότι αποκτά διαστάσεις Τιτάνα· εκεί όπου εν τέλει το συμπλεγματικό αυτό ανθρωποειδές κτήνος συνηθίζει να κατασπαράζει το άτυχο θύμα–θήραμά του. Στην κρυψώνα του. Λέτε να είμαι κακεντρεχής, καχύποπτος, πεσιμιστής, υπερβολικός; Πόσες φορές δεν έτυχε σε ανάλογες περιστάσεις ν' ακούσω απ' τους γύρω μου δικούς μου ανθρώπους να προσπαθούν να με "συνεφέρουν", να με "εκλογικεύσουν", λέγοντάς μου «Βρε παιδί μου, μήπως τα παραλές; Μήπως τα βλέπεις μαύρα; Μήπως είσαι προκατειλημμένος;» και άλλα παρόμοια!… Δυστυχώς όμως στην περιπέτεια που μ' έριξαν η βαρβαρότητα του επιδρομέα, από τη μία, και η ανικανότητα και η ολιγωρία (ο ύπνος…) αυτών που είχαν την ευθύνη να τον αποκρούσουν και να προστατεύσουν ό,τι πολύτιμο κι ιερό έπεισαν τον κοσμάκη να τους το εμπιστευθεί, από την άλλη, σ' αυτή την περιπέτειά μου, λοιπόν, έχει επανειλημμένα αποδειχθεί ότι ακόμα και οι χειρότερες κάθε φορά προβλέψεις μου ωχριούσαν σ' αυτό που τελικά εμφανιζόταν μπροστά μου. Το ίδιο έγινε κι εδώ, μπροστά στο "θηρίο".

Το χοντρό του δέρμα το σκέπαζε ένα περιποιημένο στην εντέλεια γκρίζο τρίχωμα. Ύφος επιτηδευμένα βαρύγδουπο, ελάχιστες κινήσεις κι αυτές νωθρές, βρυχηθμός τραχύς, αργόσυρτος, όψη παγερή, απωθητική, βλέμμα διψασμένου αιμοβόρου. Μια άγρια, επιθετική αρκούδα, μαζεμένη σ' έναν απειλητικό, πελώριο, γκρίζο όγκο, έτοιμη από στιγμή σε στιγμή να εκτιναχθεί σαν ελατήριο καταπάνω μου, απλώνοντας τα χέρια και τα πόδια της, τεντώνοντας τα νύχια της, βγάζοντας φωτιές από τα μάτια της και ανοίγοντας διάπλατα το στόμα της με τα κοφτερά του δόντια για να με ξεσκίσει, να με κατασπαράξει. Κάτι όμως δεν της κάθεται καλά. Έχει μπροστά της μια γαβάθα, έχει και το μαχαίρι, έχει και το πιρούνι, αλλά… Μουρμουρίζει κάμποσες φορές κάποια λόγια, μάλλον βλαστημάει ή καταριέται, κάτι φαίνεται ότι τη στενοχωρεί, κάποια απρόβλεπτη αναποδιά μάλλον την εμποδίζει να κορέσει την κτηνώδη όρεξή της. Μου φαίνεται σαν να λέει —τάχα— ότι της έδωσαν πολύ μικρή γαβάθα και πού να με χωρέσει, πού να με βολέψει. Κοιτάζει με αμηχανία τη γαβάθα, τη γυρίζει πότε από τη μία μεριά πότε από την άλλη, ψάχνει, μετράει, εξετάζει, αλλά τίποτα δεν βγαίνει. Το βλέπει ότι της είναι, δυστυχώς, αδύνατο να με χωρέσει μέσα σ' αυτήν και απογοητεύεται. Δεν μπορεί να κρύψει την κακία της, αυτό είναι προνόμιο —όχι τιμητικό— των ανθρώπων μονάχα. Αυτή όμως, ως κτήνος, εκδηλώνεται. Βράζει, μουγκρίζει, κατακεραυνώνει με βλέμμα δολοφονικό, απειλεί, χτυπάει:

    —Χμ… Εσείς εδώ κατηγορείσθε μονάχα για παράβαση καθήκοντος… Μονάχα μία κατηγορία σάς έχει απαγγελθεί…
    —… (από μέσα μου) Τι κρίμα! Δεν μου γαμιέσαι, ρε μαλάκα!
    —Τι να κάνω, έχετε μονάχα ένα αδίκημα και μάλιστα πλημμέλημα. Αυτό τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο χρόνια. Άντε να γίνουν πέντε τα χρόνια, επειδή είναι κατά συνήθεια και εκ δόλου. Όμως εγώ δεν μπορώ τώρα να σας απαγγείλω κράτηση.
    —… (από μέσα μου) Τι τέρας, θεέ μου! Έτσι μου 'ρχεται να δώσω έναν σάλτο, ν' ανέβω στο γραφείο του και ν' αρχίσω να ρίχνω απανωτές κλοτσιές σ' αυτό το απαίσιο κεφάλι! Κτήνος!… κτήνος!… κτήνος!… Θα συγκρατηθώ ως το τέλος ή θα ορμήξω και… γαία πυρί μιχθήτω; Μ' έχει ήδη φυλακίσει ο άθλιος και παίζει με τα χρόνια της (επαπειλούμενης από την αφεντιά του) φυλάκισής ΜΟΥ, σαν να είναι χάντρες του κομπολογιού του, και του βγαίνουν λίγες τού παλιανθρώπου!
    —Εσείς καθορίζατε τα είδη που θα προμηθευόταν το νοσοκομείο;
    —(βράζοντας) Όχι. Τα είδη ήσαν καθορισμένα και γινόντουσαν διαγωνισμοί για την προμήθειά τους. Εγώ ήμουν μέλος των επιτροπών διαγωνισμού.
    —Δηλαδή, εσείς αξιολογούσατε τις προσφορές, ποιο είναι καλό και ποιο όχι, και άρα ποιο θα αγοραστεί.
    —(από μέσα μου) Τώρα να τον φτύσω τον σιχαμένο; Τον χαβά του, βρε γαμώτο! (μεγαλόφωνα) Όχι εγώ, η επιτροπή.
    —Εσείς όμως είστε μηχανολόγος ηλεκτρολόγος. Επομένως εσείς ξέρετε καλύτερα απ' όλους τα μηχανήματα.
    —Πώς το λέτε αυτό; Είναι δυνατόν εγώ να ξέρω, ας πούμε, τα αναισθησιολογικά συγκροτήματα καλύτερα από τον αναισθησιολόγο γιατρό; Αυτός τα δουλεύει καθημερινά επί χρόνια. Εγώ τα έχω δει δυο–τρεις φορές όλες κι όλες στη ζωή μου και δεν έχω ιδέα πώς να τα θέσω σε λειτουργία.
    —Ε, καλά τώρα!
    —… (από μέσα μου) Καλάμια και παλούκια, χοντρομαλάκα!
    —Ξέρουμε δα πώς λειτουργούν οι επιτροπές!
    —Εγώ δεν σας είπα ότι ξέρουμε δα πώς λειτουργεί η Δικαιοσύνη!
    —Ξέρετε πόσα νοσοκομεία έχουν ζημιωθεί από τις προμήθειες που έγιναν;
    —Όχι, μόνο τον Αλάριχο ξέρω να λέει ότι έχει ζημιωθεί!
    —Τέλος πάντων, εγώ τώρα δεν μπορώ να σας κρατήσω με αυτή την κατηγορία που σας έχει απαγγελθεί. Αν μελετήσω τη δικογραφία, δεν ξέρω, μπορεί να σας απαγγείλω κι άλλες κατηγορίες. Και τότε θα δούμε.
    —(εκτός εαυτού, πλέον) Δεν κατάλαβα. Δηλαδή δεν υπάρχει περίπτωση να διαπιστώσετε, όταν μελετήσετε τη δικογραφία, ότι δεν στέκει ούτε αυτή η μία κατηγορία εναντίον μου;
    —Μα αυτή σάς έχει ήδη απαγγελθεί.
    —Και οι άλλες δεν μου έχουν απαγγελθεί! Για ποιον λόγο και με ποιο σκεπτικό μού επισείετε ως φόβητρο μια δυσμενή για μένα εξέλιξη, και αποφεύγετε να αναφέρετε την ακριβώς αντίθετη εξέλιξη, την ευμενή για μένα, να πεισθείτε ότι δεν πρέπει να με βαρύνει καμία κατηγορία; Για ποιον λόγο, τελικά, ήρθα εδώ, σε σας; Για να με εκφοβίσετε; Και σε ποιον, παρακαλώ, απευθύνεστε; Ποιον νομίζετε πως έχετε απέναντί σας; Δεν είναι άνθρωπος αυτός; Δεν υπάρχει περίπτωση να έχει ταλαιπωρηθεί και να εξακολουθεί να ταλαιπωρείται χωρίς να φταίει; Πρέπει να το αποκλείετε αυτό πριν καν εγώ απολογηθώ; Ειλικρινά, είμαι πολύ περίεργος να μου πείτε εσείς τι πρέπει εγώ να συμπεράνω από τη στάση σας.
Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει ο δικηγόρος μου, για να κατευνάσει τα πνεύματα, να αμβλύνει την οξύτητα και να αποτρέψει ενδεχομένως τα χειρότερα, λέγοντας ότι πρέπει να γίνει κατανοητή η έκρηξή μου, διότι έχω ταλαιπωρηθεί αφάνταστα όλον αυτόν τον καιρό κ.λπ. κ.λπ. Η αρκούδα αναδιπλώθηκε. Κατάλαβε ότι προχώρησε περισσότερο απ' όσο την έπαιρνε και ότι έχει να κάνει με σκληρό αντίπαλο. Μάλλον θα πρέπει να προετοιμαστεί καλύτερα για την επόμενη φορά —αλίμονό μου!… Προς το παρόν το πήρε απόφαση ότι αυτή τη φορά τής ξέφυγα. Ήδη αρκετά μαλακωμένη, καταφέρνει μόλις να κάνει κάποιες αστείες προσπάθειες κάτι τάχα να συμμαζέψει απ' ό,τι ξαμόλησε πριν από λίγο —στάχτη στα μάτια, δηλαδή… Κάτι φαίνεται να ψελλίζει:
    —Αούγκιγκι αούγκιγκι μπάγκαλα γκαουγκαγκά…
    —…
    —Βάσει του νόμου, λοιπόν, γι' αυτό το αδίκημα δεν μπορώ να σας κρατήσω, είστε ελεύθεροι.

Μ' αυτά και μ' αυτά, ακλόνητα προσηλωμένος στο καθήκον μου καθώς είμαι, κατά πάγια συνήθειά μου και άνευ δόλου, πολύ φοβάμαι πως είναι λίαν ενδεχόμενο, αν τύχει κάποια μέρα να συναντήσω κανένα θηρίο στον δρόμο μου, να την πατήσω άσχημα και να διαπράξω γκάφα ασυγχώρητη, σπεύδοντας να του πω: «τον κακό σας τον καιρό και τον ανάποδο, κύριε υπουργέ (ή κύριε δήμαρχε ή κύριε εισαγγελέα ή…)»!!! Θεός φυλάξοι!


Ταύτα γέγραφα τελευτώντος μηνός Αμαρτίου και αμαρτίαν ουκ έχω.

Παρασκευή, Μαρτίου 23, 2007

ΑΔΙΟΡΘΩΤΑ

Έγραψε ο Μιχάλης Τσόχος, διευθυντής σύνταξης της αθλητικής εφημερίδας SportDay, στο εορταστικό φύλλο της εφημερίδας τής 13ης Μαρτίου 2007, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 2 χρόνων κυκλοφορίας της, το παραπλεύρως δημοσίευμα [κάντε κλικ στην εικόνα για να το διαβάσετε], για να τιμήσει αυτούς που δουλεύουν αφανώς προκειμένου να βγαίνει η εφημερίδα (διορθωτές, σελιδοποιοί, επεξεργαστές εικόνας και φωτογραφίας). Με την ονομαστική αναφορά του σ' αυτούς τους συντελεστές της έκδοσης, θέλησε να αποκαταστήσει μια εξ αντικειμένου "αδικία" σε βάρος τους, καθόσον η θέση τους στην παραγωγή δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να γίνονται γνωστοί στο αναγνωστικό κοινό.

Σ’ ευχαριστούμε, Μιχάλη, όλοι εμείς οι «μη υπογράφοντες» για τη βαθειά ‑όχι επιδερμική‑ και αληθινή ‑όχι επίπλαστη‑ ευγένεια που διακρίνει τη στάση σου απέναντι στους εργαζόμενους. Ευχόμαστε σε σένα προσωπικά και στην εφημερίδα να συνεχίσετε στον δρόμο των επιτυχιών.

Πέμπτη, Μαρτίου 22, 2007

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ «ΔΙ' ΕΥΧΩΝ»

Το «Δι' ευχών» για την ώρα δεν το ξέρουμε πώς θα είναι (το σχεδιάζουμε… έχουμε λίγο καιρό ακόμη έως τις 31 Μαΐου). Αλλά λίγο πριν από το «Δι' ευχών» ο παππάς λέει, αν θυμάμαι καλά:

«Ο ευλογών τους ευλογούντας σε, Αλάριχε, και αγιάζων τους επί σοι πεποιθότας, σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου. Το πλήρωμα της Εταιρείας σου φύλαξον, αγίασον τους αγαπώντας την απρέπειαν του οίκου σου. Συ αυτούς αντιδόξασον τη ζωική σου δυνάμει και μη εγκαταλίπεις ημάς, τους ελπίζοντας επί σε…»

Τετάρτη, Μαρτίου 21, 2007

ΚΑΒΑΛΑΣ ΚΙ ΑΔΕΛΦΙΝΙ

Καβάλας κι αδελφίνι
τον κόσμο γέλασαν.
Ήθελαν να ψηλώσουν,
μα νάνοι έμειναν.

    ΡΕΦΡΕΝ:
    Καβάλα κι αδελφίνι,
    παίξτε ανήθικα.
    Χλεμπόνες και αλήτες
    δεν ξέρουν σύνορα.


Όπου και να σταθούνε,
μπόχα ξοπίσω τους,
παράσημα στο στήθος
το πηθικήσιο τους.

    ΡΕΦΡΕΝ:
    Καβάλα κι αδελφίνι,
    παίξτε ανήθικα.
    Χλεμπόνες και αλήτες
    δεν ξέρουν σύνορα.


Τραγουδιέται στον σκοπό του γνωστού τραγουδιού του Μάνου Λοΐζου «Δελφίνι, δελφινάκι».

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2007

HABEMUS... PAPIAM!

Ξέχασα να σας πω ότι στο Απραγείο μας, όπου –όπως έχω αναφέρει– ευδοκιμεί το υπέρτατο δικαίωμα του habeas coprous των κορυφαίων ασπονδύλων της ερπετηρίδας του, έκδηλη είναι η αγαλλίαση, ιδίως μεταξύ των ομήρων, μετά τις απανωτές ανακοινώσεις περί habemus… papiam (επομένως, ως ανεμένετο, πρόκειται όχι για μία αλλά για πολλές… πάπιες –μερικές με παπιά!).

Τετάρτη, Μαρτίου 07, 2007

HABEAS... COPROUS!

Μα την αλήθεια, κάποιος θα πρέπει να μ’ έχει καταραστεί! Τρόπος του λέγειν, βέβαια, διότι, όντας αθεράπευτος ορθολογιστής, δεν θα μπορούσα ποτέ να δεχτώ τέτοια μεταφυσική ερμηνεία των πραγμάτων. Θα 'ταν πολύ βολικό για πολλούς, αν είχαν καταφέρει να μας κάνουν όλους να βολοδέρνουμε στα σκοτάδια της (σκανδαλωδώς αδρά αμειβόμενης και επιχορηγούμενης) κυρίας Δρούζα, να χανόμαστε στα ανεξήγητα του κυρίου Χαρδαβέλα, να αποχαυνωνόμαστε από ανάλογες επιστημονικοφανείς μπούρδες άλλων ομοίων τους επικίνδυνων ηλιθίων. Θα είχαν τότε καταφέρει οι κρατούντες να μας καταντήσουν όλους μας πειθήνια πιόνια στο στημένο παιχνίδι τους. Να μην έχουμε γνώμη άλλη παρά τη δική τους, να μην αντιλέγουμε, να μην αντιστεκόμαστε, να μην οργιζόμαστε, να μην αγωνιζόμαστε… Τότε η ύβρις θα είχε κυριαρχήσει απ’ άκρου σ’ άκρο όλης της γης και δεν θα υπήρχε πουθενά χώρος να ξεφυτρώσει και να βλαστήσει το δίκαιο. Αλλ’ ευτυχώς ούτε η αποβλάκωση ούτε η και δι' αυτής επιδιωκόμενη επιβολή της «σιδερένιας φτέρνας» συνιστούν νομοτελειακή εξέλιξη και πολλώ μάλλον την κατάληξη της τάξης του κόσμου τούτου.

Αν, τώρα, πω ότι τα τρία τελευταία γραπτά που ανάρτησα σε τούτο το ιστολόγιο ήσαν προφητικά (ΓΕΝΑΘΛΙΑ, Ο ΑΛΑΡΙΧΟΣ ΖΕΙ…, ΠΡΟΣΟΧΗ: ΠΡΟΣΕΥΧΗ), αντιλαμβάνεσθε ότι ούτε εδώ υπάρχει χροιά μεταφυσική παρά μόνο απλός, καθαρός ορθολογισμός. Ιδού γιατί:

Αν και προ αιώνων ο Άνθρωπος κατάκτησε την αναγνώριση του δικαιώματος του «habeas corpus», δεν έπαψε ποτέ να αντιμετωπίζει παντοειδείς τρόπους φαλκίδευσής του, όπως άλλωστε και για κάθε άλλο “αναγνωρισμένο” και “κατακτημένο” δικαίωμά του (ας θυμηθούμε πόσες λοιδορίες έχει δεχθεί ο όρος «κεκτημένα», αλλά προπαντός ας μη μας διαφεύγει από ποιους και γιατί). Habeas corpus σημαίνει με απλά λόγια το δικαίωμα του κρατουμένου να ζητεί και την αντίστοιχη υποχρέωση της Πολιτείας να προβαίνει στην έκδοση εντάλματος προσαγωγής του ενώπιον δικαστηρίου, ώστε να αποτρέπεται η αδικαιολόγητη και παράνομη κράτησή του, η ομηρία του. Αλλά, αν μια “κοινότητα” την έχει καβαδήσει (συγγνώμη, «καβαλήσει» ήθελα να γράψω, αλλά… γραφίς λανθάνουσα…) ο Βελζεβούλης (ή –το ίδιο κάνει– ο Αλάριχος υπό τη μορφή αδίστακτου επιχειρηματία), τότε στον γενικό όλεθρο που επακολουθεί είναι μάλλον ασυγχώρητη αφέλεια να ελπίζει κανείς ότι το δικαίωμα του «habeas corpus» έχει μείνει όρθιο.

Στην κοινότητα όπου «τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα», στο Απραγείο (ή Αρπαγείο) Αηδίας, επομένως, μετά την άλωσή του από τον Αλάριχο και τις δηλώσεις υποταγής των κορυφαίων ασπονδύλων της ερπετηρίδας του στον βάρβαρο επιδρομέα, ποια τήρηση κι εφαρμογή του habeas corpus ν’ αξιώσει κανείς; Εδώ εμείς habeas… coprous! Όζοντες, βδελυρούς, σιχαμερούς!

Αέρα! Πνιγόμαστε!

Κυριακή, Φεβρουαρίου 04, 2007

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΠΡΟΣΕΥΧΗ!

Άθλιος και σκαιός,
άγριος, ηχηρός,
άδειος, ξεγάνωτος,
εμήνυσεν ημάς.

Σάπιος και φαιός,
πλάγιος, πονηρός,
τράγειος, ακάθαρτος.
Ελέησον ημάς!

Άγιος ο Θυμός,
άγιος ισχυρός,
άγιος αθάνατος,
ελέησον αυτούς!

(Το "Δι' ευχών" θα το πούμε -άγνωστο ακόμα πώς- στις 31 Μάη, φέτος...)

Δευτέρα, Ιανουαρίου 15, 2007

Ο ΑΛΑΡΙΧΟΣ ΖΕΙ...


Χμ! Όχι, ξεκολλήστε από τον παρελκυστικό τίτλο του κύριου άρθρου. Εξάλλου, σκεφθείτε ότι βροχές υπάρχουν πολλών λογιών, όχι όλες καλοδεχούμενες. Υπάρχει, ας πούμε, και η... όξινη! Φυλαχθείτε! Έχετε μαζί σας, καλού κακού, και καμιά ομπρέλα!...

Όχι, όχι, ούτε το «ζωνάρι» του ΑΤΤΙΛΑ -απλωμένο πάντα, έτοιμο για καβγά- δεν πρόκειται να σχολιάσω. Μη σας ξεγελά η συνάφεια των... ηρώων, του ζωναριού της εφημερίδας (ΑΤΤΙΛΑΣ) και του τίτλου του σημειώματός μου (ΑΛΑΡΙΧΟΣ). Βλέπετε, η βαρβαρότητα έχει πολλές εκφάνσεις και ελλοχεύει σε κάθε μας βήμα.

Ε, ούτε και το αθώο το αλογάκι μού έφταιξε σε τίποτα το καημένο, ώστε να το... περιλάβω και να το... περιποιηθώ καταλλήλως. Σωστά μεν μαντέψατε ότι κάτι τέτοιο προτίθεμαι να πράξω, κατά την... αθεράπευτη συνήθειά μου, σε τούτο το σημείωμά μου, πλην αυτό δεν θα το κάνω με αφορμή αυτό το στιγμιότυπο από τη ζωή στην Κούβα. Απεναντίας, πάλι κατ' άλλη, επίσης... αθεράπευτη συνήθειά μου, υποκλίνομαι με σεβασμό μπρος στον τίμιο μόχθο και το επίπονο έργο του αγαθού υποζύγιου [ιπποζύγιου!] μέσα σ' έναν σκληρό και αντίξοο κόσμο. Υπέροχος συμβολισμός, που παραπέμπει ευθέως στον μόχθο και το έργο του ιδιοκτήτη του, στον μόχθο και το έργο ολόκληρου του λαού του Νησιού της Επανάστασης.

Προσπεράστε, ακόμη, τον διατροφικό κίνδυνο. Δεν είναι μεν αμελητέος, αλλ' οπωσδήποτε δεν είναι χειρότερος από τον... ατροφικό κίνδυνο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά σκεφτείτε επίσης πόσο... υπερτροφική έχει καταντήσει η κινδυνολογία!

Έπειτα, αφήστε και τους κρατούμενους (είναι που είναι κρατούμενοι, να τους... πιάσουμε κι εμείς;). Αν, έστω, επιμένετε, πείτε «ένα το κρατούμενο» και ασχολειθείτε αργότερα με τα του σωφρονισμού -και πιάστε τους... κρατούντες.

Προς θεού, αγνοείστε το ολότελα αυτό το ύπουλο «Η επιτυχία είναι θέμα γονιδίων»! Ακούς εκεί! Δηλαδή, πού θέλουν να μας οδηγήσουν με τέτοιες μπούρδες αυτοί που επιδιώκουν να καναλιζάρουν τον τρόπο σκέψης μας και, κατ' επέκταση, τη ζωή μας έτσι, ώστε να μας κάθονται καλύτερα στον σβέρκο μας; Μέχρι τώρα επιδίωκαν να μας φορτώσουν με ενοχές, ότι εμείς τάχα φταίμε που ζούμε με «τρεις κι εξήντα», διότι στο χέρι μας είναι να ξεφύγουμε, πιάνοντας την καλή. [Μωρέ, ότι στο χέρι μας είναι, το ξέρουμε. Μόνο, όχι αναζητώντας το ατομικό βόλεμα, στο οποίο μας παρωτρύνουν διάφορες σειρήνες (αποβλάκωσης, εξευτελισμού, αμοραλισμού, αντικοινωνικής συμεριφοράς κ.λπ.), αλλά μέσω των κοινωνικών αγώνων.] Τώρα μάλλον προσπαθούν, αφενός, να αποτρέψουν τον κίνδυνο να... παρανοήσει κανείς με ποιον τρόπο «είναι στο χέρι μας» και ως εκ τούτου να στραφεί -φευ!- στους μαζικούς αγώνες, και, αφετέρου, να μας απαλλάξουν -καλωσύνη τους- από πλέγματα ενοχής, πώς γίνεται τάχατες και δεν είμαστε, διάολε, επιτυχημένοι, αφού «στο χέρι μας είναι»! Γι' αυτό μας λένε ότι... δεν είναι ακριβώς στο χέρι μας, αλλά στο DNA μας! Οπότε, αφήστε τα χέρια σας (και το μυαλό σας) και μην κάνετε τίποτα, μιας και το DNA σας τα καθορίζει όλα. Κάποτε το λέγανε μοίρα...

Αυτό που έμεινε από το πρωτοσέλιδο της καλής (γι' αυτούς που υπηρετεί) εφημερίδας, αυτό το περί εισαγγελικής δίωξης κ.λπ., αυτό το υπαγορευμένο από τον Αλάριχο σκοπούμενο δημοσίευμα, αυτό είναι το αντικείμενο του παρόντος σημειώματος. Αυτό θέλω να στηλιτεύσω. Ως έργο του βάρβαρου επιδρομέα, ως αντιπαράδειγμα δημοσιογραφίας. Φαίνεται ότι ο απολίτιστος επιδρομέας, μετά το Νικητοφόρο πέρασμά του από το Αρπαγείο (ή Απραγείο;) Αηδίας, απολαύει πολλώ μάλλον της εκτίμησης των ραγιάδων.

Και πού να κάνουμε τα παράπονά μας; Μήπως στον... δήμαρχο;

Όχι παράπονα! Φραγγέλιο! Μην παραπονιέστε! Οργισθείτε!